ὑμνῳδία: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1179.png Seite 1179]] ἡ, das Singen eines Lobgesangs, der Lobgesang selbst, Eur. Hel. 1450; auch Orakel, τίν' ἔχρησας ὑμνῳδίαν Eur. Ion 684.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1179.png Seite 1179]] ἡ, das Singen eines Lobgesangs, der Lobgesang selbst, Eur. Hel. 1450; auch Orakel, τίν' ἔχρησας ὑμνῳδίαν Eur. Ion 684.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />hymne, poème lyrique.<br />'''Étymologie:''' [[ὕμνος]], [[ᾠδή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑμνῳδία''': ἡ, ᾆσις ὕμνου, [[ψαλμῳδία]], Εὐρ. Ἑλ. 1434, Συλλ. Ἐπιγρ. 2751a. 22. ΙΙ. [[ὕμνος]], λυρικὸν [[ποίημα]], ἐν τῷ πληθ., Λουκ. Φιλόπατρ. 26. Ἀρτεμίδ. 1. 56. 2) = [[χρησμῳδία]], προφητικὴ ᾠδή, Εὐρ. Ἴων. 682.
|lstext='''ὑμνῳδία''': ἡ, ᾆσις ὕμνου, [[ψαλμῳδία]], Εὐρ. Ἑλ. 1434, Συλλ. Ἐπιγρ. 2751a. 22. ΙΙ. [[ὕμνος]], λυρικὸν [[ποίημα]], ἐν τῷ πληθ., Λουκ. Φιλόπατρ. 26. Ἀρτεμίδ. 1. 56. 2) = [[χρησμῳδία]], προφητικὴ ᾠδή, Εὐρ. Ἴων. 682.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />hymne, poème lyrique.<br />'''Étymologie:''' [[ὕμνος]], [[ᾠδή]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμνῳδία Medium diacritics: ὑμνῳδία Low diacritics: υμνωδία Capitals: ΥΜΝΩΔΙΑ
Transliteration A: hymnōidía Transliteration B: hymnōdia Transliteration C: ymnodia Beta Code: u(mnw|di/a

English (LSJ)

ἡ, A singing of a hymn, hymning, CIG2715a22 (Stratonicea), Porph.Abst.2.34: pl., E.Hel.1434, Ps.-Luc.Philopatr.26, Artem.1.56. 2 = χρησμῳδία, prophetic strain, E.Ion682 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1179] ἡ, das Singen eines Lobgesangs, der Lobgesang selbst, Eur. Hel. 1450; auch Orakel, τίν' ἔχρησας ὑμνῳδίαν Eur. Ion 684.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
hymne, poème lyrique.
Étymologie: ὕμνος, ᾠδή.

Greek (Liddell-Scott)

ὑμνῳδία: ἡ, ᾆσις ὕμνου, ψαλμῳδία, Εὐρ. Ἑλ. 1434, Συλλ. Ἐπιγρ. 2751a. 22. ΙΙ. ὕμνος, λυρικὸν ποίημα, ἐν τῷ πληθ., Λουκ. Φιλόπατρ. 26. Ἀρτεμίδ. 1. 56. 2) = χρησμῳδία, προφητικὴ ᾠδή, Εὐρ. Ἴων. 682.

Greek Monolingual

η / ὑμνῳδία, ΝΜΑ υμνωδός
το να άδει κάποιος ύμνο, ψαλμωδία
νεοελλ.
1. συλλογή εκκλησιαστικών ύμνων
2. μουσ. λόγιος ελληνικός όρος για το ορατόριο
νεοελλ.-μσν.
εκκλησιαστικός ύμνος
αρχ.
1. λυρικό ποίημα
2. προφητική ωδή, χρησμωδία.

Greek Monotonic

ὑμνῳδία: ἡ,
I. ψαλμός ύμνου, εξύμνιση, ψαλμωδία, σε Ευρ.
II. = χρησμῳδία, προφητική ωδή, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑμνῳδία:
1) торжественное песнопение, гимн Eur., Luc.;
2) вещая песнь, прорицание: τίν᾽ ἔχρησας ὑμνῳδίαν; Eur. что ты напророчил?

Middle Liddell

ὑμνῳδία, ἡ,
I. the singing of a hymn, hymning, Eur.
II. = χρησμῳδία, a prophetic strain, Eur.