συμπρέπω: Difference between revisions
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. prés.</i><br /> | |btext=<i>seul. prés.</i><br />s'accorder avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πρέπω]]. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |
Revision as of 08:04, 22 August 2022
English (LSJ)
A befit, beseem, βοὰ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει Pi.N.3.67, cf. Plu.Phil.11, Aristaenet.1.12.
German (Pape)
[Seite 990] schicklich übereinstimmen; Plut. Philop. 11; Aristaenet. 1, 12.
Greek (Liddell-Scott)
συμπρέπω: ἐμπρέπω, ἁρμόζω, βοὰ δὲ νικηφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει, «ἡ βοὴ τοῦ ὕμνου συμπρέπει τῷ νικηφόρῳ Ἀριστοκλείδᾳ» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 3. 119, πρβλ. Πλουτ. Φιλοπ. 11· σχῆμα συμπρέπων τῇ σωφροσύνῃ Ἀρισταίν. 1. 12.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
s'accorder avec, τινι.
Étymologie: σύν, πρέπω.
English (Slater)
συμπρέπω
1 befit βοὰ δὲ νικαφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει (N. 3.67)
Greek Monolingual
ΜΑ
ταιριάζω, αρμόζω, συμφωνώ (α. «βοὰ δὲ νικηφὀρῳ σὺν Ἀριστοκλείδα πρέπει», Πίνδ.
β. «τὴν περιτομὴν τῷ νόμῳ συμπρέπουσαν ἐπέδειξε», Επιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πρέπω «αρμόζω, ταιριάζω»].
Greek Monotonic
συμπρέπω: ταιριάζω, αρμόζω, σε Πίνδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-πρέπω [σύν, πρέπω] passen bij, in overeenstemming zijn met, met dat.
Russian (Dvoretsky)
συμπρέπω: приличествовать, подобать, соответствовать (τινί Pind., Plut.).