κραταίλεως: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=kratai/lews
|Beta Code=kratai/lews
|Definition=ων, gen. ω, (< [[κραταιός]], [[λᾶας]]) [[of hard stones]], [[rocky]], [[χθών]] A. ''Ag.'' 666; [[πέδον]] E. ''El.'' 534.
|Definition=ων, gen. ω, (< [[κραταιός]], [[λᾶας]]) [[of hard stones]], [[rocky]], [[χθών]] A. ''Ag.'' 666; [[πέδον]] E. ''El.'' 534.
}}
{{bailly
|btext=ως, ων;<br />aux grosses <i>ou</i> fortes pierres, rocailleux.<br />'''Étymologie:''' [[κράτος]], [[λᾶς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κρᾰταίλεως''': -ων, γεν. -ω, ([[κραταιός]], λεῦς, λᾶς) ἀποτελούμενος ἐξ ἰσχυρῶν λίθων, [[βραχώδης]], χθὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 666· [[πέδον]] Εὐρ. Ἠλ. 534.
|lstext='''κρᾰταίλεως''': -ων, γεν. -ω, ([[κραταιός]], λεῦς, λᾶς) ἀποτελούμενος ἐξ ἰσχυρῶν λίθων, [[βραχώδης]], χθὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 666· [[πέδον]] Εὐρ. Ἠλ. 534.
}}
{{bailly
|btext=ως, ων;<br />aux grosses <i>ou</i> fortes pierres, rocailleux.<br />'''Étymologie:''' [[κράτος]], [[λᾶς]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:34, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραταίλεως Medium diacritics: κραταίλεως Low diacritics: κραταίλεως Capitals: ΚΡΑΤΑΙΛΕΩΣ
Transliteration A: krataíleōs Transliteration B: krataileōs Transliteration C: krataileos Beta Code: kratai/lews

English (LSJ)

ων, gen. ω, (< κραταιός, λᾶας) of hard stones, rocky, χθών A. Ag. 666; πέδον E. El. 534.

French (Bailly abrégé)

ως, ων;
aux grosses ou fortes pierres, rocailleux.
Étymologie: κράτος, λᾶς.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰταίλεως: -ων, γεν. -ω, (κραταιός, λεῦς, λᾶς) ἀποτελούμενος ἐξ ἰσχυρῶν λίθων, βραχώδης, χθὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 666· πέδον Εὐρ. Ἠλ. 534.

Greek Monolingual

κραταίλεως, -ων (Α)
(για τόπο) αυτός που αποτελείται από σκληρούς λίθους, βραχώδης, πετρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + -λεως (< λᾶας «λίθος»)].

Greek Monotonic

κρᾰταίλεως: -ων, γεν. (λεῦς = λᾶς), λέγεται για ισχυρές, σκληρές πέτρες, βραχώδης, τραχύς, σε Αισχύλ., Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κραταίλεως -ων [κράτος, λᾶας] rotsachtig.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰταίλεως: каменистый, скалистый (χθών Aesch.; πέδον Eur.).

Middle Liddell

κρᾰταί-λεως, ων, λεῦς, = λᾶς]
of hard stones, rocky, Aesch., Eur.