παρορμητικός: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parormitikos | |Transliteration C=parormitikos | ||
|Beta Code=parormhtiko/s | |Beta Code=parormhtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, | |Definition=ή, όν, [[stimulative]], Longin.14.3; πρὸς γάμον <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lyc.</span>15</span>; <b class="b3">π. ὀρέξεων, ἀφροδισίων</b>, Xenocr. ap. <span class="bibl">Orib.2.58.146</span>, Dsc.2.110; <b class="b3">π. ῥήματα</b> verbs [[denoting incitement]], <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>289.16</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:41, 23 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, stimulative, Longin.14.3; πρὸς γάμον Plu.Lyc.15; π. ὀρέξεων, ἀφροδισίων, Xenocr. ap. Orib.2.58.146, Dsc.2.110; π. ῥήματα verbs denoting incitement, A.D.Synt.289.16.
German (Pape)
[Seite 527] ή, όν, antreibend, anspornend, πρός τι, Plut. Lycurg. 15, u. Sp., auch adv.
Greek (Liddell-Scott)
παρορμητικός: -ή, -όν, ὁ παρορμῶν, παρακινῶν, Λογγῖν. 14· πρός τι Πλουτ. Λυκοῦργ. 15. - Ἐπίρρ. παρορμητικῶς, Προκ. Γάζ. Ι. 1880Α.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à exciter, à stimuler ; qui excite à qch.
Étymologie: παρορμάω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / παρορμητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[[παρορμώ]] (Ι)]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ενέργεια και στο αποτέλεσμα του παρορμώ, προτρεπτικός (α. παρορμητικά λόγια» β. «παρορμητικὸς ἀφροδισίων»)
νεοελλ.
αυτός που έχει συχνές ή έντονες εκδηλώσεις παρορμήσεων, αυτός που ρέπει ή ωθεί σε πράξεις αυθόρμητες, ενστικτώδεις, οι οποίες δεν έχουν υποβληθεί στον έλεγχο της συνείδησης
αρχ.
φρ. «παρορμητικά ῥήματα» — τα ρήματα που φανερώνουν προτροπή, παρακίνηση, όπως λ.χ. ὀτρύνω, ἐρεθίζω κ.ά.
Greek Monotonic
παρορμητικός: -ή, -όν (παρορμάω), προτρεπτικός, διεγερτικός, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
παρορμητικός: побуждающий, поощряющий (πρός τι Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρορμητικός -ή -όν [παρορμάω] aansporend.
Middle Liddell
παρορμητικός, ή, όν παρορμάω
stimulative, Plut.