ἀκυβέρνητος: Difference between revisions
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akyvernitos | |Transliteration C=akyvernitos | ||
|Beta Code=a)kube/rnhtos | |Beta Code=a)kube/rnhtos | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[without steersman]], <span class="bibl">Ph.1.219</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Caes.</span>28</span>, <span class="bibl">Luc. <span class="title">JTr.</span>46</span>: metaph., θυμός <span class="bibl">Ph.<span class="title">Fr.</span>110</span> H., cf. <span class="bibl">1.696</span>; ἀμέλεια <span class="bibl">Onos.33.2</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:35, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, without steersman, Ph.1.219, Plu.Caes.28, Luc. JTr.46: metaph., θυμός Ph.Fr.110 H., cf. 1.696; ἀμέλεια Onos.33.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκῠβέρνητος: -ον, ἄνευ κυβερνήτου, πηδαλιούχου, Πλουτ. Καῖσ. 28, Λουκ., κ.τ.λ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans pilote.
Étymologie: ἀ, κυβερνάω.
Spanish (DGE)
-ον
sin timonel πλοῖον Ph.1.219, ἐν ἀναρχίᾳ πόλιν ὥσπερ ναῦν ἀ. ὑποφερομένην Plu.Caes.28, cf. Luc.ITr.46
•fig. θυμός Ph.Fr.110H., ἄνθρωπος Plu.2.501d.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκυβέρνητος, -ov)
1. (για πλοία, λέμβους κ.λπ.) αυτός που δεν έχει κυβερνήτη, πηδαλιούχο
2. (για πόλεις, κράτη κ.λπ.) αυτός που δεν έχει κυβερνήτη, αρχηγό
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει καλή διακυβέρνηση, διοίκηση
2. αυτός που δεν μπορεί να διοικηθεί, ο ατίθασος
αρχ.
εκείνος που δεν μπορεί να συγκρατηθεί, να ελεγχθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κυβερνῶ.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. ακυβερνησία].
Greek Monotonic
ἀκῠβέρνητος: -ον (κυβερνάω), αυτός που είναι χωρίς κυβερνήτη ή πηδαλιούχο, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκῠβέρνητος: не имеющий кормчего, никем не управляемый (ἄλογος καὶ ἀ. Plut.; ἀ. καὶ ἀνηγεμόνευτος Luc.).
Middle Liddell
κυβερνάω
without steersman, Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀκυβέρνητος -ον [ἀ-, κυβερνάω zonder stuurman.