ἐπιπρεσβεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιπρεσβεύομαι]] (Α) [[πρεσβεύομαι]]<br /><b>1.</b> [[πηγαίνω]] [[κάπου]] ως [[πρεσβευτής]], ως [[απεσταλμένος]] («τοσαύτας γάρ [[εἶναι]] γυναῑκας τὰς ἐπιπρεσβευσαμένας», Δίον. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[στέλνω]] [[πρεσβεία]] σε κάποιον («ὁ [[δῆμος]] οὐδὲν ἐπιπρεσβεύεται πρὸς ἡμᾱς», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> [[στέλνω]] νέα [[πρεσβεία]].
|mltxt=[[ἐπιπρεσβεύομαι]] (Α) [[πρεσβεύομαι]]<br /><b>1.</b> [[πηγαίνω]] [[κάπου]] ως [[πρεσβευτής]], ως [[απεσταλμένος]] («τοσαύτας γάρ [[εἶναι]] γυναῑκας τὰς ἐπιπρεσβευσαμένας», Δίον. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[στέλνω]] [[πρεσβεία]] σε κάποιον («ὁ [[δῆμος]] οὐδὲν ἐπιπρεσβεύεται πρὸς ἡμᾶς», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> [[στέλνω]] νέα [[πρεσβεία]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 07:35, 9 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπρεσβεύομαι Medium diacritics: ἐπιπρεσβεύομαι Low diacritics: επιπρεσβεύομαι Capitals: ΕΠΙΠΡΕΣΒΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: epipresbeúomai Transliteration B: epipresbeuomai Transliteration C: epipresveyomai Beta Code: e)pipresbeu/omai

English (LSJ)

A go as ambassador, D.H.2.47. II. send an embassy, πρός τινα Id.6.56; τινί Plu.Sert.27,Ant.68. 2. send a second embassy, App.Gall.18.

German (Pape)

[Seite 972] med., als Gesandter wohin gehen, D. Hal. 2, 47 u. a. Sp. – Auch eine Gesandtschaft an Jemand schicken, πρός τινα, D. Hal. 6, 56; Plut. Sertor. 27, oft; wieder eine Gesandtschaft schicken, Ann. B. Gall. 18. – Poll. 8, 137 führt neben ἐπιπρεσβεύσασθαι auch ἐπιπρεσβεῦσαι an.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπρεσβεύομαι: ἀπέρχομαί που ὡς πρεσβευτής, ὡς τὸ ἐπικηρυκεύομαι, Διον. Ἁλ. 2. 47. ΙΙ. ἀποστέλλω πρεσβείαν, πρός τινα ὁ αὐτ. 6. 56· τινι Πλουτ. Σερτώρ. 27, Ἀντών. 68. 2) ἀποστέλλω καὶ ἄλλην πρεσβείαν, Ἀππ. Κελτ. 18.

French (Bailly abrégé)

envoyer une ambassade.
Étymologie: ἐπί, πρεσβεύω.

Greek Monolingual

ἐπιπρεσβεύομαι (Α) πρεσβεύομαι
1. πηγαίνω κάπου ως πρεσβευτής, ως απεσταλμένος («τοσαύτας γάρ εἶναι γυναῑκας τὰς ἐπιπρεσβευσαμένας», Δίον. Αλ.)
2. στέλνω πρεσβεία σε κάποιον («ὁ δῆμος οὐδὲν ἐπιπρεσβεύεται πρὸς ἡμᾶς», Διον. Αλ.)
3. στέλνω νέα πρεσβεία.

Greek Monotonic

ἐπιπρεσβεύομαι: αποθ., στέλνω αντιπροσώπους, αποστέλλω πρέσβεις, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπρεσβεύομαι: снаряжать посольство, отправлять послов (τινι Plut.).

Middle Liddell

Dep. to send an embassy, Plut.