ἰσοϋψής: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=isoypsis
|Transliteration C=isoypsis
|Beta Code=i)sou+yh/s
|Beta Code=i)sou+yh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of equal height]], <span class="bibl">Euc.11.34</span>,al.; [[τείχει]], [[νεῷ]], <span class="bibl">Plb.8.4.4</span>, <span class="bibl">Str.17.1.28</span>:—also ἰσό-ϋψος, ον, Gal.18(1).757.</span>
|Definition=ές, [[of equal height]], <span class="bibl">Euc.11.34</span>,al.; [[τείχει]], [[νεῷ]], <span class="bibl">Plb.8.4.4</span>, <span class="bibl">Str.17.1.28</span>:—also ἰσό-ϋψος, ον, Gal.18(1).757.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:54, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοϋψής Medium diacritics: ἰσοϋψής Low diacritics: ισοϋψής Capitals: ΙΣΟΫΨΗΣ
Transliteration A: isoüpsḗs Transliteration B: isoupsēs Transliteration C: isoypsis Beta Code: i)sou+yh/s

English (LSJ)

ές, of equal height, Euc.11.34,al.; τείχει, νεῷ, Plb.8.4.4, Str.17.1.28:—also ἰσό-ϋψος, ον, Gal.18(1).757.

German (Pape)

[Seite 1268] ές, gleich hoch; κλίμακα ἰσοϋψῆ τῷ τείχει Pol. 8, 6, 4, a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοϋψής: -ές, ἔχων ἴσον ὕψος, κλίμακα ἰσοϋψῆ τῷ τείχει Πολύβ. 8. 6, 4.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ ἰσοϋψής, -ές)
αυτός που έχει ίσο ύψος με κάποιον άλλο («ισοϋψή δένδρα»)
νεοελλ.
φρ. 1) «ισοϋψή σημεία» — τα σημεία που έχουν την ίδια απόσταση από ένα επίπεδο αναφοράς ή το ίδιο υψόμετρο
2) «ισοϋψής καμπύλη» — καμπύλη που σε έναν τοπογραφικό χάρτη ή σε διάγραμμα ενώνει τα σημεία τα οποία έχουν το ίδιο υψόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ύψος].

Russian (Dvoretsky)

ἰσοϋψής: столь же высокий, равный по высоте (κλῖμαξ ἰ. τῷ τείχει Polyb.).