κυλινδροειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kylindroeidis
|Transliteration C=kylindroeidis
|Beta Code=kulindroeidh/s
|Beta Code=kulindroeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[cylindrical]], <span class="bibl">Euc.<span class="title">Phaen.</span>p.4</span> M., <span class="title">Placit.</span> 2.27.4, <span class="bibl">Cleom.2.2</span>, Gal.8.895, <span class="bibl">Hero <span class="title">Spir.</span>2.34</span>. Adv. -δῶς <span class="bibl">Eust.1604.58</span>.</span>
|Definition=ές, [[cylindrical]], <span class="bibl">Euc.<span class="title">Phaen.</span>p.4</span> M., <span class="title">Placit.</span> 2.27.4, <span class="bibl">Cleom.2.2</span>, Gal.8.895, <span class="bibl">Hero <span class="title">Spir.</span>2.34</span>. Adv. -δῶς <span class="bibl">Eust.1604.58</span>.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 02:50, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠλινδροειδής Medium diacritics: κυλινδροειδής Low diacritics: κυλινδροειδής Capitals: ΚΥΛΙΝΔΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kylindroeidḗs Transliteration B: kylindroeidēs Transliteration C: kylindroeidis Beta Code: kulindroeidh/s

English (LSJ)

ές, cylindrical, Euc.Phaen.p.4 M., Placit. 2.27.4, Cleom.2.2, Gal.8.895, Hero Spir.2.34. Adv. -δῶς Eust.1604.58.

Greek (Liddell-Scott)

κῠλινδροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κύλινδρον, Πλούτ. 2. 891C, Κλεομήδ. ― Ἐπίρρ. -δῶς, Εὐστ. 1604. 58.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de forme cylindrique.
Étymologie: κύλινδρος, εἶδος.

Greek Monolingual

-ές (Α κυλινδροειδής, -ές)
αυτός που έχει κυλινδρικό σχήμα, αυτός που μοιάζει με κύλινδρο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κυλινδροειδές
σωμάτιο στο ίζημα τών ούρων, που μοιάζει με υαλοειδή κύλινδρο, αποτελείται από βλέννα και παράγεται στις εκφορητικές ουροφόρους οδούς.
επίρρ...
κυλινδροειδώς (Α κυλινδροειδώς)
με κυλινδροειδή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλινδρος + -ειδής (< εἶδος)].

Russian (Dvoretsky)

κυλινδροειδής: цилиндрический (σχῆμα Plut.).