δίστιχος: Difference between revisions
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
m (Text replacement - "[['" to "'[[") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=di/stixos | |Beta Code=di/stixos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with two rows]], κριθαί <span class="title">Placit.</span>5.10.2. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[of two verses]], ἐπίγραμμα <span class="title">AP</span>9.369 (Cyrill.); <b class="b3">δίστιχον, τό,</b> [[distich]], AP 6.329 (Leon.); '[[a couple of lines]]', of a brief letter, <span class="title">FGiss.</span>20.23 (ii A. D.). </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[doubly woven]], μαφόρια <span class="bibl"><span class="title">PMasp.</span>6ii80</span> (vi A. D.).</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with two rows]], κριθαί <span class="title">Placit.</span>5.10.2. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[of two verses]], ἐπίγραμμα <span class="title">AP</span>9.369 (Cyrill.); <b class="b3">δίστιχον, τό,</b> [[distich]], AP 6.329 (Leon.); '[[a couple of lines]]', of a brief letter, <span class="title">FGiss.</span>20.23 (ii A. D.). </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[doubly woven]], μαφόρια <span class="bibl"><span class="title">PMasp.</span>6ii80</span> (vi A. D.).</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(δίστῐχος) -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[dispuesto en dos filas]] κριθαί variedad de cebada cuya espiga tiene dos filas de granos <i>Placit</i>.5.10.2, Colum.2.9.16, Isid.<i>Etym</i>.17.3.10.<br /><b class="num">2</b> [[de dos versos]] ἐπίγραμμα <i>AP</i> 9.369 (Cyrill.), Varro <i>Sat.Men</i>.398, ἁρμονίη Nonn.<i>D</i>.19.102.<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ δ.<br /><b class="num">1</b> métr. [[dístico]] εὔθικτον <i>AP</i> 6.322 (Leon.), δίστιχα γὰρ ψήφοισιν ἰσάζεται <i>AP</i> 9.356 (Leon.), cf. 6.329 (Leon.), <i>disticha pauca lego</i> Mart.2.71, κατὰ δίστιχον Mar.Vict.57.9.<br /><b class="num">2</b> [[un par de líneas]] de una carta breve ἀξιώσεις οὖν δ. αὐτῷ γραφῆναι <i>PGiss</i>.20.23 (II d.C.). | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />disposé sur deux rangs ; <i>t. de pros.</i> formé de deux vers.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[στίχος]]. | |btext=ος, ον :<br />disposé sur deux rangs ; <i>t. de pros.</i> formé de deux vers.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[στίχος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:40, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, A with two rows, κριθαί Placit.5.10.2. 2 of two verses, ἐπίγραμμα AP9.369 (Cyrill.); δίστιχον, τό, distich, AP 6.329 (Leon.); 'a couple of lines', of a brief letter, FGiss.20.23 (ii A. D.). 3 doubly woven, μαφόρια PMasp.6ii80 (vi A. D.).
Spanish (DGE)
(δίστῐχος) -ον
I 1dispuesto en dos filas κριθαί variedad de cebada cuya espiga tiene dos filas de granos Placit.5.10.2, Colum.2.9.16, Isid.Etym.17.3.10.
2 de dos versos ἐπίγραμμα AP 9.369 (Cyrill.), Varro Sat.Men.398, ἁρμονίη Nonn.D.19.102.
II subst. τὸ δ.
1 métr. dístico εὔθικτον AP 6.322 (Leon.), δίστιχα γὰρ ψήφοισιν ἰσάζεται AP 9.356 (Leon.), cf. 6.329 (Leon.), disticha pauca lego Mart.2.71, κατὰ δίστιχον Mar.Vict.57.9.
2 un par de líneas de una carta breve ἀξιώσεις οὖν δ. αὐτῷ γραφῆναι PGiss.20.23 (II d.C.).
German (Pape)
[Seite 643] von zwei Zeilen; κριθαί, zweizeilige Gerste, Plut. plac. phil. 5, 10; von zwei Versen, ἐπίγραμμα Cyrill. 1 (IX, 369). Dah. τὸ δίστιχον, ein Hexameter u. ein Pentameter, Leon. Al. 21 (VI, 329) u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
δίστῐχος: -ον, ἔχων δύο σειρὰς ἢ γραμμάς, κριθαὶ Πλούτ. 2. 906Β. 2) ὁ ἐκ δύο στίχων συνιστάμενος, ἐπίγραμμα Ἀνθ. Π. 9. 369· δίστιχον, τό, Ἀνθ. Π. 6. 329· ― ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 84.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
disposé sur deux rangs ; t. de pros. formé de deux vers.
Étymologie: δίς, στίχος.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίστιχος, -ον) στίχος
1. κείμενο που αποτελείται από δύο στίχους ή δύο γραμμές
2. το ουδ. ως ουσ. το δίστιχο (AM δίστιχον)
φρ. «ελεγειακό δίστιχο» — επίγραμμα ή ενότητα από δύο στίχους κυρίως στην ελεγειακή ποίηση, από τους οποίους ο πρώτος είναι δακτυλικός εξάμετρος και ο δεύτερος δακτυλικός με τον τρίτο και τον έκτο πόδα ελλιπείς κατά τις βραχείες συλλαβές
νεοελλ.
σύντομο ποίημα με δύο ομοιοκατάληκτους, συνήθως δεκαπεντασύλλαβους στίχους, λιανοτράγουδο, μαντινάδα, κοτσάκι
αρχ.
1. σύντομη επιστολή, σαν να αποτελείται από δύο γραμμές
2. (για ρούχα) αυτός που αποτελείται από δύο είδη υφάνσεως ή δύο παράλληλα ραμμένα υφάσματα.
Greek Monotonic
δίστῐχος: -ον, I. αυτός που αποτελείται από δύο στίχους, από δύο σειρές ή γραμμές, σε Ανθ.
II. ως ουσ., δίστιχον, τό, το δίστιχο, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
δίστῐχος:
1) двухрядный (δίστιχοι καὶ τρίστιχοι κριθαί Plut.);
2) состоящий из двух стихов (ἐπίγραμμα Anth.).
Middle Liddell
adj
I. of two verses, Anth.
II. as substantive, δίστιχον, ου, τό, a distich, Anth.