εὔστρεπτος: Difference between revisions
τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)
m (Text replacement - "leathern" to "leather") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1100.png Seite 1100]] ep. ἐΰστρεπτος, wohlgedreht, βοεῖς, Riemen, Od. 2, 426. 15, 291; [[κάλως]] Orph. Arg. 237; βρόχοι Opp. Cvn. 3, 258; πόδες, gewandt, Ep. ad. (IX, 533). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1100.png Seite 1100]] ep. ἐΰστρεπτος, wohlgedreht, βοεῖς, Riemen, Od. 2, 426. 15, 291; [[κάλως]] Orph. Arg. 237; βρόχοι Opp. Cvn. 3, 258; πόδες, gewandt, Ep. ad. (IX, 533). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>épq.</i> [[ἐΰστρεπτος]];<br />ος, ον :<br />bien tordu, bien tourné.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στρέφω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔστρεπτος''': Ἐπικ. ἐΰστρεπτος, ον, ([[στρέφω]]) [[καλῶς]] συνεστραμμένος, ἐπὶ [[σχοινίων]] ἢ λωρίων ἐκ δέρματος, ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι Ὀδ. Β. 426, Ο. 291. ΙΙ. [[εὐκίνητος]], [[ἐλαφρός]], [[εὔστροφος]], πόδες Ἀνθ. Π. 9. 533. | |lstext='''εὔστρεπτος''': Ἐπικ. ἐΰστρεπτος, ον, ([[στρέφω]]) [[καλῶς]] συνεστραμμένος, ἐπὶ [[σχοινίων]] ἢ λωρίων ἐκ δέρματος, ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι Ὀδ. Β. 426, Ο. 291. ΙΙ. [[εὐκίνητος]], [[ἐλαφρός]], [[εὔστροφος]], πόδες Ἀνθ. Π. 9. 533. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:05, 1 October 2022
English (LSJ)
Ep. ἐΰστρ-, ον, A well-twisted, of leather ropes, ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι Od.2.426. II well-plied, nimble, πόδες AP9.533; πρόσωπον turning hither and thither, Nonn.D.3.180.
German (Pape)
[Seite 1100] ep. ἐΰστρεπτος, wohlgedreht, βοεῖς, Riemen, Od. 2, 426. 15, 291; κάλως Orph. Arg. 237; βρόχοι Opp. Cvn. 3, 258; πόδες, gewandt, Ep. ad. (IX, 533).
French (Bailly abrégé)
épq. ἐΰστρεπτος;
ος, ον :
bien tordu, bien tourné.
Étymologie: εὖ, στρέφω.
Greek (Liddell-Scott)
εὔστρεπτος: Ἐπικ. ἐΰστρεπτος, ον, (στρέφω) καλῶς συνεστραμμένος, ἐπὶ σχοινίων ἢ λωρίων ἐκ δέρματος, ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι Ὀδ. Β. 426, Ο. 291. ΙΙ. εὐκίνητος, ἐλαφρός, εὔστροφος, πόδες Ἀνθ. Π. 9. 533.
Greek Monolingual
εὔστρεπτος, -ον (ΑΜ) (Α και ἐΰστρεπτος, -ον (Α)
ευκίνητος, ελαφρός («ἐϋστρέπτοισι πόδεσσιν»)
αρχ.
(για σχοινιά και ιμάντες) ο στριμμένος καλά, ο στερεός («ἕλκον δ' ἱστία λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῡσιν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στρεπτός (< στρέφω)].
Greek Monotonic
εὔστρεπτος: Επικ. ἐΰ-στρ-, -ον (στρέφω),·
I. καλά στριφογυρισμένος, λέγεται για σχοινιά και δερμάτινα λουριά, σε Ομήρ. Οδ.
II. ελαφρός, εύστροφος, σβέλτος, ευκίνητος, πόδες, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὔστρεπτος: эп. ἐΰστρεπτος 2
1) хорошо скрученный, крепко свитый (βοεύς Hom.);
2) гибкий, резвый (πόδες Anth.).
Middle Liddell
στρέφω
I. well-twisted, of ropes, Od.
II. well-plied, nimble, πόδες Anth.