πεντάκλινος: Difference between revisions
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pentaklinos | |Transliteration C=pentaklinos | ||
|Beta Code=penta/klinos | |Beta Code=penta/klinos | ||
|Definition=ον, of a room, | |Definition=ον, of a room, [[with five couches]], <span class="bibl">Chares 2</span> J., <span class="bibl">Callix.1</span>; <b class="b3">σκηνὴ π</b>. <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>5.533.3</span> (iii B.C.): as [[substantive]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mir.</span>842b21</span>, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>445.13</span> (iii B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:15, 23 August 2022
English (LSJ)
ον, of a room, with five couches, Chares 2 J., Callix.1; σκηνὴ π. PSI5.533.3 (iii B.C.): as substantive, Arist.Mir.842b21, PCair.Zen.445.13 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 556] von od. zu fünf Betten, Tischlagern, Sitzen, σχολαστήριον, Ath. V, 205 d.
Greek (Liddell-Scott)
πεντάκλῑνος: -ον, ὁ ἔχων ἢ χωρῶν πέντε κλίνας, ἀνάκλιντρα, «οἶκος τρίκλινος πεντάκλινος δεκάκλινος» (Πολυδ. Α΄, 79), ὅσον πεντακλίνου τὸ μέγεθος Ἀριστ. π. Θαυμασ. 127. 2· κοιτὼν πεντέκλινος Ἀθήν. 205D· βαλανεῖον τρίκλινον 207F· ἐπὶ αἰθούσης συμποσίου, «οὐδὲ τῶν συμποτικῶν ὀνομάτων ἀμελητέον, χρὴ λέγειν τὸ μὲν χωρίον συμπόσιον ... καὶ τρίκλινον οἶκον καὶ πεντάκλινον καὶ δεκάκλινον, κτλ.» Πολυδ. Ϛ΄, 7.
Greek Monolingual
-η, -ο / πεντάκλινος και πεντέκλινος, -ον, ΝΑ
(για οικία ή για δωμάτιο) αυτός που περιλαμβάνει ή χωρεί πέντε κλίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- / πέντε- + -κλινος (< κλίνη), πρβλ. επτά-κλινος].
Russian (Dvoretsky)
πεντάκλῑνος: вмещающий пять (застольных) лож Arst.