δεκάκλινος

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκάκλῑνος Medium diacritics: δεκάκλινος Low diacritics: δεκάκλινος Capitals: ΔΕΚΑΚΛΙΝΟΣ
Transliteration A: dekáklinos Transliteration B: dekaklinos Transliteration C: dekaklinos Beta Code: deka/klinos

English (LSJ)

δεκάκλινον, (κλίνη)
A holding ten dinner-couches, στέλη X.Oec. 8.13.
II ten κλῖναι long, κρήνη Arist.Mir.834b8.

Spanish (DGE)

-ον
1 de diez lechos, capaz de albergar diez lechos στέγη X.Oec.8.13, οἶκος Poll.1.79, 6.7.
2 que mide diez lechos de largo κρήνη ὡς δ. Arist.Mir.834b8.

German (Pape)

[Seite 542] zu zehn Tischlagern eingerichtet, diese fassend, στέγη Xen. Oec. 8, 13; οἶκος Poll. 1, 79. – Bei Arist. Mirab. 58 κρήνη δ., zehn Tischlager lang.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui peut contenir dix lits de table.
Étymologie: δέκα, κλίνη.

Russian (Dvoretsky)

δεκάκλῑνος:
1 вмещающий десять застольных лож (στέγη Xen.);
2 протяжением в десять застольных лож (κρήνη Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

δεκάκλῑνος: -ον, δυνάμενος νὰ περιλάβῃ δέκα κλίνας (δαιτυμόνων), στέγη δ. Ξεν. Οἰκ. 8. 13. ΙΙ. ἔχων μῆκος δέκα κλινῶν, Ἀριστ. Θαυμ. 57.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δεκάκλινος, -ον)
αυτός που χωράει δέκα κρεβάτια («δεκάκλινος θάλαμος», «δεκάκλινος στέγη»)
αρχ.
εκείνος που έχει μήκος δέκα κρεβατιών («κρήνη δεκάκλινος»).

Greek Monotonic

δεκάκλῑνος: -ον (κλίνη), αυτός που έχει χωρητικότητα δέκα κλινών συμποσιαστών, σε Ξεν.

Middle Liddell

κλίνη
holding ten dinner-couches, Xen.