δεκάκλινος
English (LSJ)
δεκάκλινον, (κλίνη)
A holding ten dinner-couches, στέλη X.Oec. 8.13.
II ten κλῖναι long, κρήνη Arist.Mir.834b8.
Spanish (DGE)
-ον
1 de diez lechos, capaz de albergar diez lechos στέγη X.Oec.8.13, οἶκος Poll.1.79, 6.7.
2 que mide diez lechos de largo κρήνη ὡς δ. Arist.Mir.834b8.
German (Pape)
[Seite 542] zu zehn Tischlagern eingerichtet, diese fassend, στέγη Xen. Oec. 8, 13; οἶκος Poll. 1, 79. – Bei Arist. Mirab. 58 κρήνη δ., zehn Tischlager lang.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui peut contenir dix lits de table.
Étymologie: δέκα, κλίνη.
Russian (Dvoretsky)
δεκάκλῑνος:
1 вмещающий десять застольных лож (στέγη Xen.);
2 протяжением в десять застольных лож (κρήνη Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
δεκάκλῑνος: -ον, δυνάμενος νὰ περιλάβῃ δέκα κλίνας (δαιτυμόνων), στέγη δ. Ξεν. Οἰκ. 8. 13. ΙΙ. ἔχων μῆκος δέκα κλινῶν, Ἀριστ. Θαυμ. 57.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δεκάκλινος, -ον)
αυτός που χωράει δέκα κρεβάτια («δεκάκλινος θάλαμος», «δεκάκλινος στέγη»)
αρχ.
εκείνος που έχει μήκος δέκα κρεβατιών («κρήνη δεκάκλινος»).
Greek Monotonic
δεκάκλῑνος: -ον (κλίνη), αυτός που έχει χωρητικότητα δέκα κλινών συμποσιαστών, σε Ξεν.