πυώδης: Difference between revisions
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pyodis | |Transliteration C=pyodis | ||
|Beta Code=puw/dhs | |Beta Code=puw/dhs | ||
|Definition=ες, (πύον) | |Definition=ες, (πύον) [[like pus]], [[πτύελον]], [[οὖρον]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prog.</span>18</span>,<span class="bibl">19</span>; [[οὐρήσιες]] [[varia lectio|v.l.]] (ap.Gal.16.754) for [[ἀφρώδεες]] in <span class="title">Prorrh.</span>1.113; θρόμβοι <span class="bibl">Aret. <span class="title">SD</span>2.3</span>, cf. <span class="title">Hippiatr.</span>6,al.: metaph., <span class="bibl">M.Ant.3.8</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:59, 23 August 2022
English (LSJ)
ες, (πύον) like pus, πτύελον, οὖρον, Hp.Prog.18,19; οὐρήσιες v.l. (ap.Gal.16.754) for ἀφρώδεες in Prorrh.1.113; θρόμβοι Aret. SD2.3, cf. Hippiatr.6,al.: metaph., M.Ant.3.8.
German (Pape)
[Seite 826] ες, eiterartig, eiternd, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πυώδης: -ες, (πύον) ὅμοιος πρὸς πύον, πτύαλον, οὔρησις Ἱππ. Προγν. 43, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
purulent.
Étymologie: πῦον, -ωδης.
Greek Monolingual
-ῶδες, ΝΜΑ πύον
ό,τι έχει όψη ή σύσταση πύου ή ό,τι είναι ανάμικτο με πύον
νεοελλ.
φρ. α) «πυώδης φλεγμονή» — φλεγμονή που παράγει πύον
β) «πυώδης νεφρίτιδα» — πυώδης φλεγμονή τών νεφρών
γ) «πυώδης εστία» — το σημείο από το οποίο παράγεται και στο οποίο συγκεντρώνεται το πύον
δ) «πυώδης μόλυνση» — μόλυνση που προκαλείται από πυογόνα μικρόβια.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυώδης -ες [πύον] pusachtig.