βαρυδότειρα: Difference between revisions
Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you
m (Text replacement - "‘([\w\s]+)’" to "‘$1’") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βαρυδότειρα:''' ἡ подательница бедствий (эпитет Мойры) Aesch. | |elrutext='''βαρυδότειρα:''' ἡ [[подательница бедствий]] (эпитет Мойры) Aesch. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 10:05, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A giver of ill gifts, Μοῖρα A.Th.977.
German (Pape)
[Seite 433] Μοῖρα, Unglücksgeberin, Aesch. Sept. 960. 975.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρῠδότειρα: ἡ, ἡ παρέχουσα τὰ βάρη, τὰς δυστυχίας, Μοῖρα Αἰσχύλ. Θήβ. 975, 988.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
qui accable de maux.
Étymologie: βαρύς, δίδωμι.
Spanish (DGE)
(βᾰρῠδότειρα) -ας, ἡ que da duros regalos Μοῖρα A.Th.975.
Greek Monolingual
βαρυδότειρα, η (Α)
φρ. «βαρυδότειρα Μοῑρα» — η Μοίρα που δίνει δυσάρεστα δώρα, που φέρνει δυστυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + δότειρα, θηλ. του δοτήρ < δίδωμι.
Greek Monotonic
βᾰρῠδότειρα: ἡ, αυτή που παρέχει δυσμενή βάρη, ζημίες, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
βαρυδότειρα: ἡ подательница бедствий (эпитет Мойры) Aesch.
Middle Liddell
giver of ill gifts, Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαρυδότειρα -ας, ἡ βαρύς, δίδωμι ‘geefster van lasten’, d.w.z. ongelukbrengster.