μονοειδής: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monoeidis | |Transliteration C=monoeidis | ||
|Beta Code=monoeidh/s | |Beta Code=monoeidh/s | ||
|Definition=ές, | |Definition=ές, [[one in kind]], [[simple]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>612a</span>, <span class="bibl"><span class="title">Phd.</span>78d</span>, <span class="bibl"><span class="title">Smp.</span>211b</span>, etc.; κτήσεις τῶν μ. <span class="bibl">Phld.<span class="title">Oec.</span>p.72</span> J.; opp. [[δίσωμος]], of [[ζῴδια]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>119</span>; [[unique]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>59b</span>, <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>151</span>: Comp., <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>8.5.1</span>; <b class="b3">τὸ μ</b>. [[uniformity]], <span class="bibl">Plb.9.1.2</span>. Adv. -δῶς <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>120</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>6.44</span>, <span class="bibl">Iamb. <span class="title">Myst.</span>1.3</span>, etc.; [[in single kinds]], [[severally]], εἴτε πάντα εἴτε μ. <span class="bibl">Epicur. <span class="title">Ep.</span>2p.51U.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 04:40, 24 August 2022
English (LSJ)
ές, one in kind, simple, Pl.R.612a, Phd.78d, Smp.211b, etc.; κτήσεις τῶν μ. Phld.Oec.p.72 J.; opp. δίσωμος, of ζῴδια, Ptol.Tetr.119; unique, Pl.Ti.59b, Dam.Pr.151: Comp., Thphr.HP8.5.1; τὸ μ. uniformity, Plb.9.1.2. Adv. -δῶς Ptol.Tetr.120, S.E.M.6.44, Iamb. Myst.1.3, etc.; in single kinds, severally, εἴτε πάντα εἴτε μ. Epicur. Ep.2p.51U.
German (Pape)
[Seite 203] ές, einförmig, von einerlei Art, Ggstz von πολυειδής, Plat. Rep. X, 612 a; καὶ ἀμέριστον, Theaet. 205 d; einfach, unvermischt, μονοειδὲς ὃν αὐτὸ καθ' αὑτό, Phaed. 78 d; Sp., bes. Rhett. – Adv. μονοειδῶς, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
μονοειδής: -ές, (εἶδος) ὁ ἐξ ἑνὸς εἴδους ἢ σχήματος ἀποτελούμενος, ὁμοιόμορφος, ἁπλοῦς, Πλάτ. Πολ. 612Α, Φαίδων 78D, Συμπ. 211Α, κ. ἀλλ.· ― τὸ μονοειδές, τὸ ὁμοιόμορφον, Πολύβ. 9. 1, 2. ― Ἐπίρρ. μονοειδῶς, Ἰάμβλ. π. Μυστ. 4, 39, Πτολ. Τετράβ. 120, κλ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d'une seule sorte, simple.
Étymologie: μόνος, εἶδος.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ μονοειδής, -ές)
αυτός που αποτελεί ένα μόνο είδος ή αυτός που αποτελείται από ένα μόνο είδος, απλός, ομοιόμορφος («τότ' ἄν τις ἴδοι αὐτῆς τὴν ἀληθῆ φύσιν, εἴτε πολυειδὴς εἴτε μονοειδής», Πλάτ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μονοειδές
η ομοιομορφία.
επίρρ...
μονοειδῶς (Α)
1. με μονοειδή τρόπο, ομοιόμορφα
2. χωριστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ειδής].
Greek Monotonic
μονοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που ανήκει σε ή προέρχεται από μία μόνο μορφή ή είδος, ομοιόμορφος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μονοειδής: единообразный, однородный (μ. καὶ ἀμέριστος Plat.; ἁπλοῦς καὶ μ. Sext.).