προσδιαβάλλω: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0755.png Seite 755]] (s. [[βάλλω]]) noch dazu verleumden; Antiph. 3 δ 2 u. Sp., wie Plut. Cor. 27; εἴς τι, Pericl. 29, u. oft. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0755.png Seite 755]] (s. [[βάλλω]]) noch dazu verleumden; Antiph. 3 δ 2 u. Sp., wie Plut. Cor. 27; εἴς τι, Pericl. 29, u. oft. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=calomnier <i>ou</i> décrier encore <i>ou</i> en outre : τινά, qqn ; τινά τινι une personne auprès d'une autre ; τινα [[εἴς]] [[τι]] qqn au sujet de qch ; chercher à rendre plus odieux.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[διαβάλλω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσδιαβάλλω''': [[διαβάλλω]] [[προσέτι]], καὶ τὰ ὀρθῶς εἰρημένα προσδιαβάλλειν ἄδικα [[εἶναι]] Ἀντιφῶν 124. 12, πρβλ. Πλουτ. Φάβ. 7, κτλ. 2) συκοφαντῶ [[προσέτι]], τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 28· τοὺς πατρικίους τῷ δήμῳ ὁ αὐτ. ἐν Κοριολ. 27· προσδιαβληθῆναι εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 29. | |lstext='''προσδιαβάλλω''': [[διαβάλλω]] [[προσέτι]], καὶ τὰ ὀρθῶς εἰρημένα προσδιαβάλλειν ἄδικα [[εἶναι]] Ἀντιφῶν 124. 12, πρβλ. Πλουτ. Φάβ. 7, κτλ. 2) συκοφαντῶ [[προσέτι]], τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 28· τοὺς πατρικίους τῷ δήμῳ ὁ αὐτ. ἐν Κοριολ. 27· προσδιαβληθῆναι εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 29. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:35, 2 October 2022
English (LSJ)
A insinuate besides, τὰ ὀρθῶς εἰρημένα π. ἄδικα εἶναι Antipho 3.4.2. 2 bring into greater disfavour, τινα Plu.Alc.28, cf. Fab.7; τινί τινας increase the feeling of… against, Id.Cor.27; προσδιαβληθῆναι εἴς τι Id.Per.29.
German (Pape)
[Seite 755] (s. βάλλω) noch dazu verleumden; Antiph. 3 δ 2 u. Sp., wie Plut. Cor. 27; εἴς τι, Pericl. 29, u. oft.
French (Bailly abrégé)
calomnier ou décrier encore ou en outre : τινά, qqn ; τινά τινι une personne auprès d'une autre ; τινα εἴς τι qqn au sujet de qch ; chercher à rendre plus odieux.
Étymologie: πρός, διαβάλλω.
Greek (Liddell-Scott)
προσδιαβάλλω: διαβάλλω προσέτι, καὶ τὰ ὀρθῶς εἰρημένα προσδιαβάλλειν ἄδικα εἶναι Ἀντιφῶν 124. 12, πρβλ. Πλουτ. Φάβ. 7, κτλ. 2) συκοφαντῶ προσέτι, τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 28· τοὺς πατρικίους τῷ δήμῳ ὁ αὐτ. ἐν Κοριολ. 27· προσδιαβληθῆναι εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 29.
Greek Monolingual
Α
1. παρουσιάζω κατά τρόπο ψευδή («καὶ τὰ ὀρθῶς εἰρημένα προσδιαβάλλειν ἄδικα εἶναι», Αντιφ.)
2. συκοφαντώ κάποιον επί πλέον («τὸ τοὺς πατρικίους προσδιαβαλεῖν τῷ δήμῳ», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + διαβάλλω «συκοφαντώ»].
Greek Monotonic
προσδιαβάλλω: μέλ. -βᾰλῶ,
1. υπονοώ επιπλέον, σε Πλούτ.
2. συκοφαντώ, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
προσδιαβάλλω: сверх того (вместе с тем) клеветать, порочить: π. τινὰ τῷ δήμῳ Plut. оклеветать кого-л. в глазах народа; προσδιαβληθῆναι εἰς τὸν λακωνισμόν Plut. быть заподозренным в симпатиях к Спарте.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-διαβάλλω in een kwaad daglicht stellen:. τοὺς πατρικίους προσδιαβάλλειν τῷ δήμῳ de patriciërs nog meer bij het volk in een kwaad daglicht stellen Plut. Cor. 27.4; ὡς ἂν οὖν... προσδιαβληθείη μᾶλλον εἰς τὸν λακωνισμόν omdat hij nog nog eerder beticht zou worden van sympathie voor Sparta Plut. Per. 29.2.
Middle Liddell
fut. βᾰλῶ
1. to insinuate besides, Plut.
2. to slander besides, Plut.