τέκμαρσις: Difference between revisions
Ἰδών ποτ' αἰσχρὸν πρᾶγμα μὴ συνεκδράμῃς → Visa re turpi cum aliis ne immisceas → Erlebst du eine Schandtat je, so lauf nicht mit
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1082.png Seite 1082]] ἡ, das Muthmaßen, Schließen aus Kennzeichen, Thuc. 2, 87. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1082.png Seite 1082]] ἡ, das Muthmaßen, Schließen aus Kennzeichen, Thuc. 2, 87. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />indice, fondement d'une supposition.<br />'''Étymologie:''' [[τεκμαίρω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τέκμαρσις''': ἡ, τὸ κρίνειν ἐκ βεβαίων σημείων· [[μάλιστα]] παρὰ τοῖς Ἰατροῖς, τὸ κρίνειν ἐκ συμπτωμάτων, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 383, πρβλ. Foës Oec.· [[καθόλου]], οὐ δικαίαν τέκμαρσιν ἔχει τὸ ἐκφοβῆσαι, δὲν παρέχει εὔλογόν τινα αἰτίαν (ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὸ [[ἀποτέλεσμα]]) [[ὥστε]] νὰ προξενήσῃ ὑμῖν φόβον, Θουκ. 2. 87· τὴν τ. ποιεῖσθαι ἔκ τινος, = τεκμαίρεσθαι, Διον. Ἁλκ. 7. 71· τ. ἔχειν, ἑρμηνείαν, ἐπὶ ὀνείρου, Δίων Κ. 47, 46. ΙΙ. [[ἐμπειρία]] ἢ [[δεξιότης]] εἰς τὸ τεκμαίρεσθαι, ὀξύνοια, ἀγχίνοια, [[ταχύνοια]], γυναικείᾳ τεκμάρσει Διον. Ἁλ. 1. 78. | |lstext='''τέκμαρσις''': ἡ, τὸ κρίνειν ἐκ βεβαίων σημείων· [[μάλιστα]] παρὰ τοῖς Ἰατροῖς, τὸ κρίνειν ἐκ συμπτωμάτων, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 383, πρβλ. Foës Oec.· [[καθόλου]], οὐ δικαίαν τέκμαρσιν ἔχει τὸ ἐκφοβῆσαι, δὲν παρέχει εὔλογόν τινα αἰτίαν (ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὸ [[ἀποτέλεσμα]]) [[ὥστε]] νὰ προξενήσῃ ὑμῖν φόβον, Θουκ. 2. 87· τὴν τ. ποιεῖσθαι ἔκ τινος, = τεκμαίρεσθαι, Διον. Ἁλκ. 7. 71· τ. ἔχειν, ἑρμηνείαν, ἐπὶ ὀνείρου, Δίων Κ. 47, 46. ΙΙ. [[ἐμπειρία]] ἢ [[δεξιότης]] εἰς τὸ τεκμαίρεσθαι, ὀξύνοια, ἀγχίνοια, [[ταχύνοια]], γυναικείᾳ τεκμάρσει Διον. Ἁλ. 1. 78. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:45, 2 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A judging from signs: esp. Medic., judging or determining from symptoms, Hp.Acut.2: generally, οὐ δικαίαν τέκμαρσιν ἔχει τὸ ἐκφοβῆσαι affords no just ground for inference so as to alarm us, Th.2.87; τὴν τ. ποιεῖσθαι ἔκ τινος, = τεκμαίρεσθαι, D.H.7.71; τ. ἔχειν to have its interpretation, of a dream, D.C.47.46. II skill in determining, insight, γυναικείᾳ τεκμάρσει D.H.1.78.
German (Pape)
[Seite 1082] ἡ, das Muthmaßen, Schließen aus Kennzeichen, Thuc. 2, 87.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
indice, fondement d'une supposition.
Étymologie: τεκμαίρω.
Greek (Liddell-Scott)
τέκμαρσις: ἡ, τὸ κρίνειν ἐκ βεβαίων σημείων· μάλιστα παρὰ τοῖς Ἰατροῖς, τὸ κρίνειν ἐκ συμπτωμάτων, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 383, πρβλ. Foës Oec.· καθόλου, οὐ δικαίαν τέκμαρσιν ἔχει τὸ ἐκφοβῆσαι, δὲν παρέχει εὔλογόν τινα αἰτίαν (ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὸ ἀποτέλεσμα) ὥστε νὰ προξενήσῃ ὑμῖν φόβον, Θουκ. 2. 87· τὴν τ. ποιεῖσθαι ἔκ τινος, = τεκμαίρεσθαι, Διον. Ἁλκ. 7. 71· τ. ἔχειν, ἑρμηνείαν, ἐπὶ ὀνείρου, Δίων Κ. 47, 46. ΙΙ. ἐμπειρία ἢ δεξιότης εἰς τὸ τεκμαίρεσθαι, ὀξύνοια, ἀγχίνοια, ταχύνοια, γυναικείᾳ τεκμάρσει Διον. Ἁλ. 1. 78.
Greek Monotonic
τέκμαρσις: ἡ (τεκμαίρομαι), κρίση από βέβαια σημάδια.
Russian (Dvoretsky)
τέκμαρσις: εως ἡ (умо)заключение, предположение: οὐ δικαίαν ἔχει τέκμαρσιν τὸ ἐκφοβῆσαι Thuc. нет реального основания для боязни.
Middle Liddell
τέκμαρσις, εως, τεκμαίρομαι
a judging from sure signs.