τριγένεια: Difference between revisions
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
m (Text replacement - "d’" to "d'") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=trige/neia | |Beta Code=trige/neia | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[a third generation]], εἰς τ. παραμένειν <span class="bibl">Str.2.1.14</span>; <b class="b3">οἱ ἐκ τριγενείας στιγματίαι</b> [[varia lectio|v.l.]] in <span class="bibl">Ph.2.446</span>; cf. [[τριγονία]]. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[threefold gender]] (implied in one form), <span class="bibl">A.D. <span class="title">Synt.</span>212.23</span>; τὰ διὰ μιᾶς φωνῆς τριγένειαν ὑπαγορεύοντα <span class="bibl">Id.<span class="title">Adv.</span>141.22</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> <b class="b3">τ. ἀγαθῶν</b> [[three kinds]] of goods, <span class="title">Stoic.</span>ap.<span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>3.181</span>.</span> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[a third generation]], εἰς τ. παραμένειν <span class="bibl">Str.2.1.14</span>; <b class="b3">οἱ ἐκ τριγενείας στιγματίαι</b> [[varia lectio|v.l.]] in <span class="bibl">Ph.2.446</span>; cf. [[τριγονία]]. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[threefold gender]] (implied in one form), <span class="bibl">A.D. <span class="title">Synt.</span>212.23</span>; τὰ διὰ μιᾶς φωνῆς τριγένειαν ὑπαγορεύοντα <span class="bibl">Id.<span class="title">Adv.</span>141.22</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> <b class="b3">τ. ἀγαθῶν</b> [[three kinds]] of goods, <span class="title">Stoic.</span>ap.<span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>3.181</span>.</span> | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> troisième génération;<br /><b>2</b> <i>t. de gramm.</i> qualité d'un nom à trois genres;<br /><b>3</b> <i>t. stoïcien</i> triple sorte.<br />'''Étymologie:''' [[τριγενής]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῐγένεια''': ἡ, τρίτη [[γενεά]], εἰς τρ. μένειν Στράβ. 73. ΙΙ. τριπλοῦν γένος, Ἀπολλ. π. Συντάξ. σ. 134. ΙΙΙ. τρ. ἀγαθῶν, [[τρία]] εἴδη ἀγαθῶν Σέξτ. Ἐμπ. π. ΙΙ. 3. 181. | |lstext='''τρῐγένεια''': ἡ, τρίτη [[γενεά]], εἰς τρ. μένειν Στράβ. 73. ΙΙ. τριπλοῦν γένος, Ἀπολλ. π. Συντάξ. σ. 134. ΙΙΙ. τρ. ἀγαθῶν, [[τρία]] εἴδη ἀγαθῶν Σέξτ. Ἐμπ. π. ΙΙ. 3. 181. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:10, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, A a third generation, εἰς τ. παραμένειν Str.2.1.14; οἱ ἐκ τριγενείας στιγματίαι v.l. in Ph.2.446; cf. τριγονία. II threefold gender (implied in one form), A.D. Synt.212.23; τὰ διὰ μιᾶς φωνῆς τριγένειαν ὑπαγορεύοντα Id.Adv.141.22. III τ. ἀγαθῶν three kinds of goods, Stoic.ap.S.E.P.3.181.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 troisième génération;
2 t. de gramm. qualité d'un nom à trois genres;
3 t. stoïcien triple sorte.
Étymologie: τριγενής.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐγένεια: ἡ, τρίτη γενεά, εἰς τρ. μένειν Στράβ. 73. ΙΙ. τριπλοῦν γένος, Ἀπολλ. π. Συντάξ. σ. 134. ΙΙΙ. τρ. ἀγαθῶν, τρία εἴδη ἀγαθῶν Σέξτ. Ἐμπ. π. ΙΙ. 3. 181.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ τριγενής
νεοελλ.
1. η σχέση που συνδέει τρία γένη, π.χ. τα τέκνα του ενός από τους συζύγους, από προϋπάρξαντα γάμο του, με τα τέκνα του άλλου συζύγου από προϋπάρξαντα γάμο του
2. (νομ.) η διά γάμου εμπλοκή τρίτου γένους στην εξ αγχιστείας συγγένεια
αρχ.
1. τρίτο γένος, τρίτη γενεά
2. γραμμ. το να είναι κάτι τριγενές
3. τρία είδη («οἱ ἀπὸ τῆς στοᾱς τριγένειαν καὶ αὐτοί φασιν εἶναι ἀγαθῶν», Σέξτ. Εμπ.).
Greek Monotonic
τρῐγένεια: ἡ, η τρίτη γενιά, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
τρῐγένεια: ἡ три рода, троякость: τ. ἀγαθῶν Sext. три рода благ.
Middle Liddell
τρῐ-γένεια, ἡ,
a third generation, Strab.