ἀχρηστία: Difference between revisions
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀχρηστία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[ненужная вещь или помеха]] (ῥύπτειν τι ὡς ἀχρηστίαν Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[бесполезность или неиспользуемость]] (τῆς ἀχρηστίας τοὺς μή χρωμένους αἰτιᾶσθαι Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[праздность]], [[безделье]] (ἀ. καὶ [[ἡσυχία]] Plut.). | |elrutext='''ἀχρηστία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[ненужная вещь или помеха]] (ῥύπτειν τι ὡς ἀχρηστίαν Anth.);<br /><b class="num">2)</b> [[бесполезность]] или [[неиспользуемость]] (τῆς ἀχρηστίας τοὺς μή χρωμένους αἰτιᾶσθαι Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[праздность]], [[безделье]] (ἀ. καὶ [[ἡσυχία]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 08:31, 17 September 2022
English (LSJ)
Ion. ἀχρηστίη, ἡ, A uselessness, unfitness, Hp.Praec. 9, Pl.R.489b, AP15.38 (Comet.), Them.Or.26.326a. II non-usance of a thing, Pl.R.333d, Plu.2.135c.
German (Pape)
[Seite 419] ἡ, Unbrauchbarkeit, Plat. Rep. VI, 48) b; Nichtgebrauch, I, 333 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχρηστία: ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις ἄχρηστος, Ἱππ. 27. 49, Πλάτ. Πολ. 489Β. ΙΙ. τὸ νὰ μὴ μεταχειρίζηταί τις πρᾶγμά τι, αὐτόθι 333D.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
le fait de ne pas se servir d'une chose.
Étymologie: ἄχρηστος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Praec.9
1 inutilidad, ineptitud τῆς μέντοι ἀχρηστίας τοὺς μὴ χρωμένους κέλευε αἰτιᾶσθαι Pl.R.489b, ἡγεύμεθα γὰρ ἀχρηστίην Hp.l.c., cf. Plu.2.1130e, Them.Or.26.326a, AP 15.38 (Comet.)
•c. gen. ἀ. τῶν ὅπλων ineficacia de las armas Phld.Sto.16.1, τῶν ποδῶν Sud.
2 el hecho de no usar algo καὶ περὶ τἆλλα δὴ πάντα ἡ δικαιοσύνη ἑκάστου ἐν μὲν χρήσει ἄχρηστος, ἐν δὲ ἀχρηστίᾳ χρήσιμος; ¿y así, respecto de todas las demás cosas, la justicia es inútil en el uso y útil cuando no se usa? Pl.R.333d, ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος Plu.2.135b.
Greek Monolingual
η (AM ἀχρηστία) άχρηστος
το να είναι κάτι άχρηστο, ακατάλληλο για χρήση
νεοελλ.
η αχρήστευση.
Greek Monotonic
ἀχρηστία: ἡ,
I. αχρηστία, ματαιότητα, σε Πλάτ.
II. αχρηστία ενός πράγματος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀχρηστία: ἡ
1) ненужная вещь или помеха (ῥύπτειν τι ὡς ἀχρηστίαν Anth.);
2) бесполезность или неиспользуемость (τῆς ἀχρηστίας τοὺς μή χρωμένους αἰτιᾶσθαι Plat.);
3) праздность, безделье (ἀ. καὶ ἡσυχία Plut.).
Middle Liddell
ἄχρηστος
I. uselessness, Plat.
II. the non-usance of a thing, Plat.