πολύμισθος: Difference between revisions
From LSJ
Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(για πράξεις φιλανθρωπίας) αυτός για τον οποίο υπάρχει πλουσιοπάροχη [[ανταμοιβή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μισθός]] «[[ανταμοιβή]]» ( | |mltxt=-ον, Α<br />(για πράξεις φιλανθρωπίας) αυτός για τον οποίο υπάρχει πλουσιοπάροχη [[ανταμοιβή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μισθός]] «[[ανταμοιβή]]» ([[πρβλ]]. [[ολιγόμισθος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 11 May 2023
English (LSJ)
ον, receiving much pay or hire, v.l. in AP5.1.
German (Pape)
[Seite 666] viel Lohn oder Sold nehmend, Ep. ad. 56 (V, 2 steht βαρύμισθος).
Greek (Liddell-Scott)
πολύμισθος: -ον, ὁ πολὺν μισθὸν λαμβάνων, διάφ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 5. 2.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για πράξεις φιλανθρωπίας) αυτός για τον οποίο υπάρχει πλουσιοπάροχη ανταμοιβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + μισθός «ανταμοιβή» (πρβλ. ολιγόμισθος)].