πρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[πρόσωπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[πρόσωπον]] με [[αλλαγή]] γένους].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[πρόσωπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[πρόσωπον]] με [[αλλαγή]] γένους].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, = τὸ [[πρόσωπον]].
}}
}}

Revision as of 16:47, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσωπος Medium diacritics: πρόσωπος Low diacritics: πρόσωπος Capitals: ΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: prósōpos Transliteration B: prosōpos Transliteration C: prosopos Beta Code: pro/swpos

English (LSJ)

ὁ, = πρόσωπον, τό (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

πρόσωπος: ὁ, = πρόσωπον, τό, Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 39· ἀλλ’ ἴδε Meineke ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του πρόσωπον με αλλαγή γένους].

German (Pape)

ὁ, = τὸ πρόσωπον.