πρόσχορδος: Difference between revisions
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0789.png Seite 789]] zu den Saiten gestimmt, übh. im Einklange womit, übereinstimmend, ἀποδιδόντας πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι, Plat. Legg. VII, 812 d, wo entgegengesetzt ist [[ἑτεροφωνία]], [[ποικιλία]] τῆς λύρας. zu den Saiten gestimmt, übh. im Einklange womit, übereinstimmend, ἀποδιδόντας πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι, Plat. Legg. VII, 812 d, wo entgegengesetzt ist [[ἑτεροφωνία]], [[ποικιλία]] τῆς λύρας. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0789.png Seite 789]] zu den Saiten gestimmt, übh. im Einklange womit, übereinstimmend, ἀποδιδόντας πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι, Plat. Legg. VII, 812 d, wo entgegengesetzt ist [[ἑτεροφωνία]], [[ποικιλία]] τῆς λύρας. zu den Saiten gestimmt, übh. im Einklange womit, übereinstimmend, ἀποδιδόντας πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι, Plat. Legg. VII, 812 d, wo entgegengesetzt ist [[ἑτεροφωνία]], [[ποικιλία]] τῆς λύρας. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πρόσχορδος -ον [πρός, χορδή] van gelijke toon:. ἀποδίδοντας πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι de tonen (van de lier) met de tonen (van de zangstemmen) overeen laten komen Plat. Lg. 812d. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόσχορδος:''' [[настроенный]]: ἀποδιδόναι πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι Plat. заставить одни звуки звучать в унисон с другими. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> προσαρμοσμένος σε έγχορδο μουσικό όργανο<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[αρμονία]] ή σε [[συμφωνία]] με [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χορδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χορδή]])]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> προσαρμοσμένος σε έγχορδο μουσικό όργανο<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[αρμονία]] ή σε [[συμφωνία]] με [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χορδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χορδή]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, (χορδή) attuned to a stringed instrument: generally, in unison with, ἀποδιδόναι πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι bring voices into unison with voices, Pl.Lg.812d, cf. Poll.4.58,63.
German (Pape)
[Seite 789] zu den Saiten gestimmt, übh. im Einklange womit, übereinstimmend, ἀποδιδόντας πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι, Plat. Legg. VII, 812 d, wo entgegengesetzt ist ἑτεροφωνία, ποικιλία τῆς λύρας. zu den Saiten gestimmt, übh. im Einklange womit, übereinstimmend, ἀποδιδόντας πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι, Plat. Legg. VII, 812 d, wo entgegengesetzt ist ἑτεροφωνία, ποικιλία τῆς λύρας.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσχορδος -ον [πρός, χορδή] van gelijke toon:. ἀποδίδοντας πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι de tonen (van de lier) met de tonen (van de zangstemmen) overeen laten komen Plat. Lg. 812d.
Russian (Dvoretsky)
πρόσχορδος: настроенный: ἀποδιδόναι πρόσχορδα τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι Plat. заставить одни звуки звучать в унисон с другими.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσχορδος: -ον, (χορδὴ) ἡρμοσμένος πρὸς ἔγχορδον ὄργανον· καθόλου, ἐν συμφωνίᾳ ἢ ἁρμονίᾳ πρός τι, ἀποδιδόναι τὰ φθέγματα τοῖς φθέγμασι πρόσχορδα, «σύμφωνα» (Σουΐδ.), Πλάτ. Νόμ. 812D, πρβλ. Πολυδ. Δ´, 58, 63, ἴδε Chappell Anc. Mus. σ. 12. 143.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. προσαρμοσμένος σε έγχορδο μουσικό όργανο
2. αυτός που βρίσκεται σε αρμονία ή σε συμφωνία με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -χορδος (< χορδή)].