Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πυώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0826.png Seite 826]] ες, eiterartig, eiternd, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0826.png Seite 826]] ες, eiterartig, eiternd, Sp.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />purulent.<br />'''Étymologie:''' [[πῦον]], -ωδης.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πυώδης''': -ες, ([[πύον]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[πύον]], [[πτύαλον]], [[οὔρησις]] Ἱππ. Προγν. 43, κτλ.
|lstext='''πυώδης''': -ες, ([[πύον]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[πύον]], [[πτύαλον]], [[οὔρησις]] Ἱππ. Προγν. 43, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />purulent.<br />'''Étymologie:''' [[πῦον]], -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:53, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠώδης Medium diacritics: πυώδης Low diacritics: πυώδης Capitals: ΠΥΩΔΗΣ
Transliteration A: pyṓdēs Transliteration B: pyōdēs Transliteration C: pyodis Beta Code: puw/dhs

English (LSJ)

ες, (πύον) like pus, πτύελον, οὖρον, Hp.Prog.18,19; οὐρήσιες v.l. (ap.Gal.16.754) for ἀφρώδεες in Prorrh.1.113; θρόμβοι Aret. SD2.3, cf. Hippiatr.6,al.: metaph., M.Ant.3.8.

German (Pape)

[Seite 826] ες, eiterartig, eiternd, Sp.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
purulent.
Étymologie: πῦον, -ωδης.

Greek (Liddell-Scott)

πυώδης: -ες, (πύον) ὅμοιος πρὸς πύον, πτύαλον, οὔρησις Ἱππ. Προγν. 43, κτλ.

Greek Monolingual

-ῶδες, ΝΜΑ πύον
ό,τι έχει όψη ή σύσταση πύου ή ό,τι είναι ανάμικτο με πύον
νεοελλ.
φρ. α) «πυώδης φλεγμονή» — φλεγμονή που παράγει πύον
β) «πυώδης νεφρίτιδα» — πυώδης φλεγμονή τών νεφρών
γ) «πυώδης εστία» — το σημείο από το οποίο παράγεται και στο οποίο συγκεντρώνεται το πύον
δ) «πυώδης μόλυνση» — μόλυνση που προκαλείται από πυογόνα μικρόβια.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυώδης -ες [πύον] pusachtig.