σίνδρων: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ωνος, ὁ, Α<br />[[πονηρός]], ύπουλος, [[βλαβερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σινδρός]]].
|mltxt=-ωνος, ὁ, Α<br />[[πονηρός]], ύπουλος, [[βλαβερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σινδρός]]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, = [[σινδρός]].
}}
}}

Revision as of 16:40, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίνδρων Medium diacritics: σίνδρων Low diacritics: σίνδρων Capitals: ΣΙΝΔΡΩΝ
Transliteration A: síndrōn Transliteration B: sindrōn Transliteration C: sindron Beta Code: si/ndrwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, mischievous, glossed by πονηρός, Phot.; also = δουλέκδουλος, Seleuc. ap. Ath.6.267c:—Hsch. also cites σινδρός, ὁ, in gen. pl.

Greek (Liddell-Scott)

σίνδρων: -ωνος, ὁ, = σιναρός ΙΙ, βλαπτικός, βλαβερός, Ἕρμων παρ’ Ἀθην. 267Β· ― ὡσαύτως = δουλέκδουλος, δηλ. ἀεὶ τὴν βλάβην τοῦ κυρίου του σχεδιάζων, Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως μνημονεύει σινδρός, ὁ.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, Α
πονηρός, ύπουλος, βλαβερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σινδρός].

German (Pape)

ὁ, = σινδρός.