σιδεύνης: Difference between revisions
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />(λακων. λ.) [[έφηβος]] ηλικίας [[δεκαπέντε]] ή [[δεκαέξι]] ετών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]], πρόκειται για [[παρωνύμιο]] σχηματισμένο από [[σίδη]] «[[ροδιά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>εύνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εὐνή]] «[[κλίνη]]»), | |mltxt=ὁ, Α<br />(λακων. λ.) [[έφηβος]] ηλικίας [[δεκαπέντε]] ή [[δεκαέξι]] ετών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]], πρόκειται για [[παρωνύμιο]] σχηματισμένο από [[σίδη]] «[[ροδιά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>εύνης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εὐνή]] «[[κλίνη]]»), [[πρβλ]]. [[χλοεύνης]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:50, 10 May 2023
English (LSJ)
ου, ὁ, Lacon. word, a boy in his fifteenth or sixteenth year, Phot. s.v. συνέφηβος.
German (Pape)
[Seite 879] ὁ, dor. Wort, ein Knabe gegen 15 od. 16 Jahre alt, Phot. = ἔφηβος, s. O. Müller Dorier II p. 301.
Greek (Liddell-Scott)
σιδεύνης: -ου, ὁ, Λακων. λέξις, παῖς ἡλικίας δεκαπέντε ἢ δέκα ἓξ ἐτῶν, Φώτ.· ἴδε Müller Dorians 4. 5, § 2.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(λακων. λ.) έφηβος ηλικίας δεκαπέντε ή δεκαέξι ετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για παρωνύμιο σχηματισμένο από σίδη «ροδιά» + -εύνης (< εὐνή «κλίνη»), πρβλ. χλοεύνης].