συνέφηβος

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνέφηβος Medium diacritics: συνέφηβος Low diacritics: συνέφηβος Capitals: ΣΥΝΕΦΗΒΟΣ
Transliteration A: synéphēbos Transliteration B: synephēbos Transliteration C: synefivos Beta Code: sune/fhbos

English (LSJ)

ὁ, fellow-ephebe (ἔφηβος), Aeschin.1.49, 2.167, IG22.1043.70, 2127.5, OGI188.7 (Philae), Plu.2.482a, Charito 8.6, Luc.Tim.48; at Sparta, member of the same ἀγέλη, IG5(1).38, al.; Συνέφηβοι, a name of comedies by Menander and others.

German (Pape)

[Seite 1021] mit od. zugleich im Jugendalter; Ep. ad. 751 (App. 357); Aesch. 2, 167; Luc. Tim. 48 u. A.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
compagnon de jeunesse, camarade.
Étymologie: σύν, ἔφηβος.

Russian (Dvoretsky)

συνέφηβος:товарищ юных лет Aeschin., Men. etc.

Greek (Liddell-Scott)

συνέφηβος: ὁ, ὁ συνομῆλιξ ἐφήβου, σύντροφος τῆς ἐφηβικῆς ἡλικίας, Αἰσχίν. 7. 37, 50. 53, Συλλ. Ἐπιγρ. 266, 269, 285, 287, κ. ἀλλ.· ― Συνέφηβοι, ὄνομα κωμῳδιῶν τοῦ Μενάνδρου καὶ ἄλλων.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. έφηβος μαζί με άλλον έφηβο
2. (στη Σπάρτη) μέλος της ίδιας αγέλης εφήβων
3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Συνέφηβοι
τίτλος κωμωδιών του Μενάνδρου και άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἔφηβος.

Greek Monotonic

συνέφηβος: ὁ, αυτός που βρίσκεται στην εφηβική ηλικία συγχρόνως με κάποιον άλλο, συνομήλικος έφηβος, σε Αισχίν.

Middle Liddell

συν-έφηβος, ὁ,
at the age of youth together, a young comrade, Aeschin.