σορέλλη: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0913.png Seite 913]] Ar. Daetal. fr. 16, von [[σορός]], wie [[σοροδαίμων]], Spottname eines Alten, der schon mit einem Fuße im Grabe steht, s. Phot.; bei Diogen. 2, 58 steht [[τορέλλη]], bei Eust. 1289, 15 σορέλλην.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0913.png Seite 913]] Ar. Daetal. fr. 16, von [[σορός]], wie [[σοροδαίμων]], Spottname eines Alten, der schon mit einem Fuße im Grabe steht, s. Phot.; bei Diogen. 2, 58 steht [[τορέλλη]], bei Eust. 1289, 15 σορέλλην.
}}
{{elru
|elrutext='''σορέλλη:''' ἡ [[σορός]] ирон. (о дряхлом старике) стоящий одной ногой в могиле, старая развалина Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[παρωνύμιο]] γέροντα που βρίσκεται στο [[χείλος]] του τάφου, που έχει το ένα του [[πόδι]] στον τάφο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κωμική λ. σχηματισμένη από τη λ. [[σορός]] με</i> [[επίθημα]] -<i>έλλη</i>, πιθ. υποκοριστικό].
|mltxt=ἡ, Α<br />[[παρωνύμιο]] γέροντα που βρίσκεται στο [[χείλος]] του τάφου, που έχει το ένα του [[πόδι]] στον τάφο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κωμική λ. σχηματισμένη από τη λ. [[σορός]] με</i> [[επίθημα]] -<i>έλλη</i>, πιθ. υποκοριστικό].
}}
{{elru
|elrutext='''σορέλλη:''' ἡ [[σορός]] ирон. (о дряхлом старике) стоящий одной ногой в могиле, старая развалина Arph.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 15:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σορέλλη Medium diacritics: σορέλλη Low diacritics: σορέλλη Capitals: ΣΟΡΕΛΛΗ
Transliteration A: soréllē Transliteration B: sorellē Transliteration C: sorelli Beta Code: sore/llh

English (LSJ)

nickname of an old man, with one foot in the grave (cf. σοροδαίμων, σορόπληκτος), Ar.Fr.198.

German (Pape)

[Seite 913] Ar. Daetal. fr. 16, von σορός, wie σοροδαίμων, Spottname eines Alten, der schon mit einem Fuße im Grabe steht, s. Phot.; bei Diogen. 2, 58 steht τορέλλη, bei Eust. 1289, 15 σορέλλην.

Russian (Dvoretsky)

σορέλλη:σορός ирон. (о дряхлом старике) стоящий одной ногой в могиле, старая развалина Arph.

Greek (Liddell-Scott)

σορέλλη: σκωπτικὸν ὄνομα γέροντος ἔχοντος τὸν ἕτερον πόδα ἐν τῷ τάφῳ (πρβλ. σορο-δαίμων, σορόπληκτος), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 1. 1, ἔνθα ἴδε τὸν Δινδ. Τὸν τύπον σορέλλην (Εὐστ. 1289. 15) ἀποδοκιμάζει ὁ Bgk. εἰς Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 1034, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
παρωνύμιο γέροντα που βρίσκεται στο χείλος του τάφου, που έχει το ένα του πόδι στον τάφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. σχηματισμένη από τη λ. σορός με επίθημα -έλλη, πιθ. υποκοριστικό].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: σκῶμμά τι ἐπιχωριάζον εἰς τοὺς γέροντας, ἀπὸ τῆς σοροῦ H. (= Ar. Fr. 198).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Like σορο-δαίμων in similar meaning (Com. Adesp. 1151) from σορός with unclear ending (-λλ- diminutive?; cf. Schwyzer 485, Chantraine Form. 252).

Frisk Etymology German

σορέλλη: {soréllē}
Meaning: σκῶμμά τι ἐπιχωριάζον εἰς τοὺς γέροντας, ἀπὸ τῆς σοροῦ H. (= Ar. Fr. 198).
Etymology: Wie σοροδαίμων in ähnl. Bed. (Kom. Adesp. 1151) von σορός mit unklarem Ausgang (-λλ- deminuierend?; vgl. Schwyzer 485, Chantraine Form. 252).
Page 2,754