συμπροξενέω: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0990.png Seite 990]] mit dazu verhelfen, συμπροξένησον, ὡς [[τύχω]] μαντευμάτων, Eur. Hel. 145.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0990.png Seite 990]] mit dazu verhelfen, συμπροξένησον, ὡς [[τύχω]] μαντευμάτων, Eur. Hel. 145.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />aider qqn, [[ὡς]] pour.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[προξενέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπροξενέω''': βοηθῶ παρέχων τὰ μέσα, συμπράττω εἴς τι, συμπροξένησον ὡς τύχω μαντευμάτων Εὐρ. Ἑλ. 146, [[ἔνθα]] ὁ Jacobs διώρθωσε: σὺ προξένησον, ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ.
|lstext='''συμπροξενέω''': βοηθῶ παρέχων τὰ μέσα, συμπράττω εἴς τι, συμπροξένησον ὡς τύχω μαντευμάτων Εὐρ. Ἑλ. 146, [[ἔνθα]] ὁ Jacobs διώρθωσε: σὺ προξένησον, ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />aider qqn, [[ὡς]] pour.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[προξενέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπροξενέω Medium diacritics: συμπροξενέω Low diacritics: συμπροξενέω Capitals: ΣΥΜΠΡΟΞΕΝΕΩ
Transliteration A: symproxenéō Transliteration B: symproxeneō Transliteration C: symprokseneo Beta Code: sumprocene/w

English (LSJ)

help in furnishing with means, E.Hel.146 codd. LP, but σὺ πρ. is prob.

German (Pape)

[Seite 990] mit dazu verhelfen, συμπροξένησον, ὡς τύχω μαντευμάτων, Eur. Hel. 145.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
aider qqn, ὡς pour.
Étymologie: σύν, προξενέω.

Greek (Liddell-Scott)

συμπροξενέω: βοηθῶ παρέχων τὰ μέσα, συμπράττω εἴς τι, συμπροξένησον ὡς τύχω μαντευμάτων Εὐρ. Ἑλ. 146, ἔνθα ὁ Jacobs διώρθωσε: σὺ προξένησον, ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ.

Greek Monotonic

συμπροξενέω: μέλ. -ήσω, βοηθώ παρέχοντας τα αναγκαία μέσα, προμηθεύω από κοινού, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

συμπροξενέω: оказывать помощь, помогать Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-προξενέω [σύν, προξενέω] helpen beschermheer (proxenos) te zijn.

Middle Liddell

fut. ήσω
to help in furnishing with means, Eur.