συναγελάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=sunagela/zomai
|Beta Code=sunagela/zomai
|Definition=Pass., [[herd together]], <span class="bibl">Democr.164</span>; of gregarious fish, μετ' ἀλλήλων <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>610b1</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Frr.</span>308</span>,<span class="bibl">316</span>,<span class="bibl">339</span>; <b class="b3">σ. εἰς τὸ ὁμόφυλον</b>, of men, <span class="bibl">Plb.6.5.7</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cam.</span>10</span>; <b class="b3">σ. τοῖς ἄρρεσι</b>, of sows, Id.2.917c: metaph., <b class="b3">ἡ διάνοια σ. τοῖς ψέγουσι</b> <b class="b2">takes part with . .</b>, ib. 40a.
|Definition=Pass., [[herd together]], <span class="bibl">Democr.164</span>; of gregarious fish, μετ' ἀλλήλων <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>610b1</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Frr.</span>308</span>,<span class="bibl">316</span>,<span class="bibl">339</span>; <b class="b3">σ. εἰς τὸ ὁμόφυλον</b>, of men, <span class="bibl">Plb.6.5.7</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cam.</span>10</span>; <b class="b3">σ. τοῖς ἄρρεσι</b>, of sows, Id.2.917c: metaph., <b class="b3">ἡ διάνοια σ. τοῖς ψέγουσι</b> <b class="b2">takes part with . .</b>, ib. 40a.
}}
{{elnl
|elnltext=συναγελάζομαι [σύν, ἀγέλη] samen (met...) in groepen of kuddes leven, in groepen of kuddes bijeenkomen met, met dat., met μετά + gen.
}}
{{elru
|elrutext='''συνᾰγελάζομαι:''' [[собираться в стада]], [[жить стаями]] Polyb., Sext.: οἱ ἰχθύες συναγελάζονται μετ᾽ [[ἀλλήλων]] Arst. рыбы собираются в стаи; σ. τινι Plut. присоединяться к кому-л.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και ενεργ<br />[[συναγελάζω]] Α<br />ζω σε [[αγέλη]], [[αποτελώ]] [[μέλος]] αγέλης («τῶν ἰχθύων οἱ μὲν συναγελάζονται μετ' [[ἀλλήλων]] καὶ φίλοι εἰσίν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(με υποτιμητ. σημ.) [[συγχρωτίζομαι]] με ανθρώπους κατώτερου επιπέδου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[συναναστρέφομαι]], [[συνδιαιτώμαι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συμφωνώ]] με κάποιον («τὴν διάνοιαν τοὺς μὲν ἐπαινοῦντας φεύγουσαν, προστρέχουσαν δὲ καὶ συναγελαζομένην τοῖς ψέγουσι τὰ εἰρημένα», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀγελάζω</i>, -<i>ομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αγέλη]])].
|mltxt=ΝΜΑ, και ενεργ<br />[[συναγελάζω]] Α<br />ζω σε [[αγέλη]], [[αποτελώ]] [[μέλος]] αγέλης («τῶν ἰχθύων οἱ μὲν συναγελάζονται μετ' [[ἀλλήλων]] καὶ φίλοι εἰσίν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(με υποτιμητ. σημ.) [[συγχρωτίζομαι]] με ανθρώπους κατώτερου επιπέδου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[συναναστρέφομαι]], [[συνδιαιτώμαι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συμφωνώ]] με κάποιον («τὴν διάνοιαν τοὺς μὲν ἐπαινοῦντας φεύγουσαν, προστρέχουσαν δὲ καὶ συναγελαζομένην τοῖς ψέγουσι τὰ εἰρημένα», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀγελάζω</i>, -<i>ομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αγέλη]])].
}}
{{elru
|elrutext='''συνᾰγελάζομαι:''' [[собираться в стада]], [[жить стаями]] Polyb., Sext.: οἱ ἰχθύες συναγελάζονται μετ᾽ [[ἀλλήλων]] Arst. рыбы собираются в стаи; σ. τινι Plut. присоединяться к кому-л.
}}
{{elnl
|elnltext=συναγελάζομαι [σύν, ἀγέλη] samen (met...) in groepen of kuddes leven, in groepen of kuddes bijeenkomen met, met dat., met μετά + gen.
}}
}}

Revision as of 11:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰγελάζομαι Medium diacritics: συναγελάζομαι Low diacritics: συναγελάζομαι Capitals: ΣΥΝΑΓΕΛΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: synagelázomai Transliteration B: synagelazomai Transliteration C: synagelazomai Beta Code: sunagela/zomai

English (LSJ)

Pass., herd together, Democr.164; of gregarious fish, μετ' ἀλλήλων Arist.HA610b1, cf. Frr.308,316,339; σ. εἰς τὸ ὁμόφυλον, of men, Plb.6.5.7, cf. Plu.Cam.10; σ. τοῖς ἄρρεσι, of sows, Id.2.917c: metaph., ἡ διάνοια σ. τοῖς ψέγουσι takes part with . ., ib. 40a.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συναγελάζομαι [σύν, ἀγέλη] samen (met...) in groepen of kuddes leven, in groepen of kuddes bijeenkomen met, met dat., met μετά + gen.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰγελάζομαι: собираться в стада, жить стаями Polyb., Sext.: οἱ ἰχθύες συναγελάζονται μετ᾽ ἀλλήλων Arst. рыбы собираются в стаи; σ. τινι Plut. присоединяться к кому-л.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰγελάζομαι: ἀγελάζομαι ὁμοῦ, πορεύομαι ὁμοῦ ἐν ἀγέλῃ, ἐπὶ συναγελαστικῶν ἰχθύων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 2, 1, Ἀποσπ. 291, 297, 318· μετ’ ἀλλήλων ὁ αὐτ. π. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σ. εἰς τὸ ὁμόφυλον, ἐπὶ ἀνθρώπων, Πολύβ. 6. 5, 7· ὡσαύτως, συν. τοῖς ἄρρεσι, ἐπὶ χοίρων θηλέων, Πλούτ. 2. 917D· ― μεταφορ., ἡ διάνοια συναγελάζεται τοῖς ψέγουσιν, λαμβάνει μέρος μετὰ τῶν..., αὐτόθι 40Α.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ενεργ
συναγελάζω Α
ζω σε αγέλη, αποτελώ μέλος αγέλης («τῶν ἰχθύων οἱ μὲν συναγελάζονται μετ' ἀλλήλων καὶ φίλοι εἰσίν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(με υποτιμητ. σημ.) συγχρωτίζομαι με ανθρώπους κατώτερου επιπέδου
αρχ.
1. (για πρόσ.) συναναστρέφομαι, συνδιαιτώμαι
2. μτφ. συμφωνώ με κάποιον («τὴν διάνοιαν τοὺς μὲν ἐπαινοῦντας φεύγουσαν, προστρέχουσαν δὲ καὶ συναγελαζομένην τοῖς ψέγουσι τὰ εἰρημένα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀγελάζω, -ομαι (< αγέλη)].