φιαληφόρος: Difference between revisions

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1273.png Seite 1273]] die Schaale tragend, Pol. 12, 5,9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1273.png Seite 1273]] die Schaale tragend, Pol. 12, 5,9.
}}
{{elru
|elrutext='''φιᾰληφόρος:''' ἡ [[чашеносица]] (название жрицы у локров) Polyb.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (ως [[ονομασία]] ιέρειας της Λοκρίδος) αυτός που φέρει [[φιάλη]] («[[ὑπὲρ]] τῆς φιαληφόρου παρ' αὐτοῖς λεγομένης τοιαύτη τις [[ἱστορία]] παρεδέδοτο», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Φιαληφόρος</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Αναξανδρίδου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φιάλη]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (ως [[ονομασία]] ιέρειας της Λοκρίδος) αυτός που φέρει [[φιάλη]] («[[ὑπὲρ]] τῆς φιαληφόρου παρ' αὐτοῖς λεγομένης τοιαύτη τις [[ἱστορία]] παρεδέδοτο», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Φιαληφόρος</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Αναξανδρίδου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φιάλη]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους].
}}
{{elru
|elrutext='''φιᾰληφόρος:''' ἡ [[чашеносица]] (название жрицы у локров) Polyb.
}}
}}

Revision as of 16:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐᾰληφόρος Medium diacritics: φιαληφόρος Low diacritics: φιαληφόρος Capitals: ΦΙΑΛΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: phialēphóros Transliteration B: phialēphoros Transliteration C: fialiforos Beta Code: fialhfo/ros

English (LSJ)

ἡ, cup-bearer, title of a Locrian priestess, Plb.12.5.9; name of play by Anaxandr.

German (Pape)

[Seite 1273] die Schaale tragend, Pol. 12, 5,9.

Russian (Dvoretsky)

φιᾰληφόρος:чашеносица (название жрицы у локров) Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

φιᾰληφόρος: ἡ, ἡ φέρουσα φιάλην, ὄνομα Λοκρίδος ἱερείας, Πολύβ. 12. 5, 9.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (ως ονομασία ιέρειας της Λοκρίδος) αυτός που φέρει φιάληὑπὲρ τῆς φιαληφόρου παρ' αὐτοῖς λεγομένης τοιαύτη τις ἱστορία παρεδέδοτο», Πολ.)
2. ως κύριο όν. Φιαληφόρος
τίτλος κωμωδίας του Αναξανδρίδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιάλη + -φόρος. Το -η- του τ. οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους].