χοροήθης: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br />qui a | |btext=ης, ες:<br />qui a l'habitude des chœurs, des danses.<br />'''Étymologie:''' [[χορός]], [[ἦθος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:50, 5 September 2022
English (LSJ)
ες, accustomed to the choral dance, νύμφαι h.Pan.3.
German (Pape)
[Seite 1366] ες, an Chöre, Tanze gewöhnt, H. h. 18, 3.
Greek (Liddell-Scott)
χοροήθης: -ες, ὁ εἰθισμένος εἰς τὴν χορικὴν ὄρχησιν, χοροήθεσι νύμφαις Ὕμν. Ὁμ. 18. 3.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui a l'habitude des chœurs, des danses.
Étymologie: χορός, ἦθος.
Greek Monolingual
-όηθες, Α
(ποιητ. τ.) ο εθισμένος στον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -ήθης (< ἦθος), πρβλ. χειρο-ήθης].
Greek Monotonic
χοροήθης: -ες (ἦθος), συνηθισμένος στη χορική όρχηση, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
χοροήθης: привыкший к хороводам (Νύμφαι HH).
Middle Liddell
χορο-ήθης, ες ἦθος
accustomed to the choral dance, Hhymn.