χειροτονητός: Difference between revisions
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1347.png Seite 1347]] adj. verb. zu [[χειροτονέω]], vom Volke durch Händeausstrecken, durch Stimmenmehrheit gewählt, Aesch. oft, [[ἀρχή]], Ggstz von κληρωτή, 1, 19. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1347.png Seite 1347]] adj. verb. zu [[χειροτονέω]], vom Volke durch Händeausstrecken, durch Stimmenmehrheit gewählt, Aesch. oft, [[ἀρχή]], Ggstz von κληρωτή, 1, 19. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />élu <i>ou</i> décrété par un vote à main levée ; ἀρχὴ χειροτονητή ESCHN magistrature élective.<br />'''Étymologie:''' [[χειροτονέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειροτονητός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὁ δι’ ἀνατάσεως τῶν χειρῶν ἐκλεχθείς, Αἰσχίν. 57. 23· ἀρχὴ χ., κατ’ ἐκλογὴν ὁριζομένη ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κληρωτή, ὁ αὐτὸς 3. 35., 16. 6., 55. 40· πρβλ. [[αἱρετός]]. ― Ἐπίρρ. χειροτονητῶς, διὰ χειροτονίας, Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 209, 5, ἔκδ. Λ. | |lstext='''χειροτονητός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὁ δι’ ἀνατάσεως τῶν χειρῶν ἐκλεχθείς, Αἰσχίν. 57. 23· ἀρχὴ χ., κατ’ ἐκλογὴν ὁριζομένη ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κληρωτή, ὁ αὐτὸς 3. 35., 16. 6., 55. 40· πρβλ. [[αἱρετός]]. ― Ἐπίρρ. χειροτονητῶς, διὰ χειροτονίας, Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 209, 5, ἔκδ. Λ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:20, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, elected by show of hands, Aeschin.3.25, Arist.Ath.54.3; ἀρχὴ χ. an elective magistracy, opp. κληρωτή, Aeschin.1.19,113,3.14, Arist.Rh. Al.1424a14.
German (Pape)
[Seite 1347] adj. verb. zu χειροτονέω, vom Volke durch Händeausstrecken, durch Stimmenmehrheit gewählt, Aesch. oft, ἀρχή, Ggstz von κληρωτή, 1, 19.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
élu ou décrété par un vote à main levée ; ἀρχὴ χειροτονητή ESCHN magistrature élective.
Étymologie: χειροτονέω.
Greek (Liddell-Scott)
χειροτονητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὁ δι’ ἀνατάσεως τῶν χειρῶν ἐκλεχθείς, Αἰσχίν. 57. 23· ἀρχὴ χ., κατ’ ἐκλογὴν ὁριζομένη ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κληρωτή, ὁ αὐτὸς 3. 35., 16. 6., 55. 40· πρβλ. αἱρετός. ― Ἐπίρρ. χειροτονητῶς, διὰ χειροτονίας, Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 209, 5, ἔκδ. Λ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ χειροτονῶ
αυτός που εκλέγεται ή αναδεικνύεται με χειροτονία, με ανάταση τών χεριών και όχι με κλήρωση (α. «τὰς χειροτονητὰς ἀρχὰς ἁπάσας ἑνὶ περιλαβὼν ὀνόματι ὁ νομοθέτης», Αισχίν.
β. «ἐγὼ χειροτονητὸς ὑφ' ἁπάντων προκριθεὶς ἄρχων», Λουκιαν.).
επίρρ...
χειροτονητῶς Μ
με ανάταση τών χεριών.
Greek Monotonic
χειροτονητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., εκλεγμένος με ανάταση χεριών, σε Αισχίν.· ἀρχὴ χειροτονητή, εκλεγμένη αρχή, αντίθ. προς το κληρωτή, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
χειροτονητός: [adj. verb. к χειροτονέω
1) избранный поднятием рук (ἀντιγραφεὺς τῇ πόλει Aeschin.; ἱερεύς Plut.);
2) выборный (ἀρχή Aeschin.).
Middle Liddell
χειροτονητός, ή, όν verb. adj. of χειροτονέω
elected by show of hands, Aeschin.; ἀρχὴ χ. an elective magistracy, opp. to κληρωτή, Aeschin.