ψέφας: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1396.png Seite 1396]] τό, wie [[ψέφος]], Dunkelheit, Hesych.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1396.png Seite 1396]] τό, wie [[ψέφος]], Dunkelheit, Hesych.
}}
{{elru
|elrutext='''ψέφας:''' αος τό тьма Pind.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-αος, και [[ψέφος]], -ους, τὸ, Α<br />ο [[ζόφος]], το [[σκοτάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αρχαϊκού τύπου ουδ., που ανάγεται σε αρχικό τ. <i>ψέφαρ</i>, όπως υποδηλώνει το παράγωγο [[ψεφαρός]] ([[πρβλ]]. [[γέρας]]). Κατά μία [[άποψη]], το ουδ. [[ψέφας]], όπως και τα συνώνυμα [[κνέφας]], [[δνόφος]] / [[γνόφος]], [[ζόφος]], ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>sep</i>- «[[σκοτεινός]]» και συνδέονται με το αρχ. ινδ. <i>ksap</i> «[[νύχτα]]», ενώ οι φωνητικές τους διαφορές αποδίδονται σε γλωσσικό [[ταμπού]]].
|mltxt=-αος, και [[ψέφος]], -ους, τὸ, Α<br />ο [[ζόφος]], το [[σκοτάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αρχαϊκού τύπου ουδ., που ανάγεται σε αρχικό τ. <i>ψέφαρ</i>, όπως υποδηλώνει το παράγωγο [[ψεφαρός]] ([[πρβλ]]. [[γέρας]]). Κατά μία [[άποψη]], το ουδ. [[ψέφας]], όπως και τα συνώνυμα [[κνέφας]], [[δνόφος]] / [[γνόφος]], [[ζόφος]], ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>sep</i>- «[[σκοτεινός]]» και συνδέονται με το αρχ. ινδ. <i>ksap</i> «[[νύχτα]]», ενώ οι φωνητικές τους διαφορές αποδίδονται σε γλωσσικό [[ταμπού]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ψέφας:''' αος τό тьма Pind.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''ψέφας''': (Pi.''Fr''. 324, H.),<br />{pséphas}<br />'''Forms''': auch [[ψέφος]] (H., coni. Lobeck pro ψόφου, σκότου Alk. ''Z'' 114)<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': [[Dunkel]], [[Finsternis]]<br />'''Composita''': mit [[ψεφοειδής]] = [[ψεφαρός]] (Gal.), [[ψεφαυγοῦς]]· σκοτεινῆς H.,<br />'''Derivative''': [[ψεφαῖος]] = [[σκοτεινός]] H., [[ψεφηνός]] (Pi. Ν. 3, 41; -εννός Porson, -εινός Bergk), [[ψεφαρός]] (Hp. ap. Gal.) [[dunkel]], [[finster]], [[wolkig]]. Unsicher [[ψάφα]]· [[κνέφας]] und [[σεῖφα]]· [[σκοτία]]. Κρῆτες H.<br />'''Etymology''': Reimwort zu [[κνέφας]], s.d. m. weiterer Lit.; dazu noch Mayrhofer s. ''kṣáp'' und IF 70, 249.<br />'''Page''' 2,1133
|ftr='''ψέφας''': (Pi.''Fr''. 324, H.),<br />{pséphas}<br />'''Forms''': auch [[ψέφος]] (H., coni. Lobeck pro ψόφου, σκότου Alk. ''Z'' 114)<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': [[Dunkel]], [[Finsternis]]<br />'''Composita''': mit [[ψεφοειδής]] = [[ψεφαρός]] (Gal.), [[ψεφαυγοῦς]]· σκοτεινῆς H.,<br />'''Derivative''': [[ψεφαῖος]] = [[σκοτεινός]] H., [[ψεφηνός]] (Pi. Ν. 3, 41; -εννός Porson, -εινός Bergk), [[ψεφαρός]] (Hp. ap. Gal.) [[dunkel]], [[finster]], [[wolkig]]. Unsicher [[ψάφα]]· [[κνέφας]] und [[σεῖφα]]· [[σκοτία]]. Κρῆτες H.<br />'''Etymology''': Reimwort zu [[κνέφας]], s.d. m. weiterer Lit.; dazu noch Mayrhofer s. ''kṣáp'' und IF 70, 249.<br />'''Page''' 2,1133
}}
}}

Revision as of 17:06, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψέφας Medium diacritics: ψέφας Low diacritics: ψέφας Capitals: ΨΕΦΑΣ
Transliteration A: pséphas Transliteration B: psephas Transliteration C: psefas Beta Code: ye/fas

English (LSJ)

ᾰος, τό, gloom, darkness, Pi.Fr.324.

German (Pape)

[Seite 1396] τό, wie ψέφος, Dunkelheit, Hesych.

Russian (Dvoretsky)

ψέφας: αος τό тьма Pind.

Greek (Liddell-Scott)

ψέφας: -αος, τό, ὡς τὸ ψέφος, κνέφας, σκότος, ζόφος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-αος, και ψέφος, -ους, τὸ, Α
ο ζόφος, το σκοτάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αρχαϊκού τύπου ουδ., που ανάγεται σε αρχικό τ. ψέφαρ, όπως υποδηλώνει το παράγωγο ψεφαρός (πρβλ. γέρας). Κατά μία άποψη, το ουδ. ψέφας, όπως και τα συνώνυμα κνέφας, δνόφος / γνόφος, ζόφος, ανάγονται σε ΙΕ ρίζα kwsep- «σκοτεινός» και συνδέονται με το αρχ. ινδ. ksap «νύχτα», ενώ οι φωνητικές τους διαφορές αποδίδονται σε γλωσσικό ταμπού].

Frisk Etymology German

ψέφας: (Pi.Fr. 324, H.),
{pséphas}
Forms: auch ψέφος (H., coni. Lobeck pro ψόφου, σκότου Alk. Z 114)
Grammar: n.
Meaning: Dunkel, Finsternis
Composita: mit ψεφοειδής = ψεφαρός (Gal.), ψεφαυγοῦς· σκοτεινῆς H.,
Derivative: ψεφαῖος = σκοτεινός H., ψεφηνός (Pi. Ν. 3, 41; -εννός Porson, -εινός Bergk), ψεφαρός (Hp. ap. Gal.) dunkel, finster, wolkig. Unsicher ψάφα· κνέφας und σεῖφα· σκοτία. Κρῆτες H.
Etymology: Reimwort zu κνέφας, s.d. m. weiterer Lit.; dazu noch Mayrhofer s. kṣáp und IF 70, 249.
Page 2,1133