καταλύσιμος: Difference between revisions

From LSJ

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1361.png Seite 1361]] auflösbar, κακόν, zu beseitigen, was aufhören kann, Soph. El. 1238.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1361.png Seite 1361]] auflösbar, κακόν, zu beseitigen, was aufhören kann, Soph. El. 1238.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à dissoudre, à faire cesser.<br />'''Étymologie:''' [[καταλύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταλύσιμος''': -ον, ὃν πρέπει τις νὰ διαλύσῃ ἢ καταστρέψῃ, ἀφανίσῃ, κακὸν Σοφ. Ἠλ. 1246.
|lstext='''καταλύσιμος''': -ον, ὃν πρέπει τις νὰ διαλύσῃ ἢ καταστρέψῃ, ἀφανίσῃ, κακὸν Σοφ. Ἠλ. 1246.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à dissoudre, à faire cesser.<br />'''Étymologie:''' [[καταλύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:36, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλύσιμος Medium diacritics: καταλύσιμος Low diacritics: καταλύσιμος Capitals: ΚΑΤΑΛΥΣΙΜΟΣ
Transliteration A: katalýsimos Transliteration B: katalysimos Transliteration C: katalysimos Beta Code: katalu/simos

English (LSJ)

[ῠ], ον, to be dissolved or done away, κακόν S.El.1247 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1361] auflösbar, κακόν, zu beseitigen, was aufhören kann, Soph. El. 1238.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à dissoudre, à faire cesser.
Étymologie: καταλύω.

Greek (Liddell-Scott)

καταλύσιμος: -ον, ὃν πρέπει τις νὰ διαλύσῃ ἢ καταστρέψῃ, ἀφανίσῃ, κακὸν Σοφ. Ἠλ. 1246.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM καταλύσιμος, -ον) κατάλυσις
νεοελλ.-μσν.
(για τρόφιμα) εκείνος του οποίου επιτρέπεται η κατάλυση σε ημέρες νηστείας («το λάδι είναι καταλύσιμο όλα τα Σάββατα, εκτός του Μεγάλου Σαββάτου»)
αρχ.
(για πράγματα) αυτός που πρέπει να καταλυθεί, να διαλυθεί, να αφανιστεί.

Greek Monotonic

καταλύσιμος: -ον, αυτός που πρέπει να διαλυθεί ή να καταργηθεί, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

καταλύσιμος: (ῠ) устранимый, искоренимый (κακὸν οὐ καταλύσιμον Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-λύσιμος -ον oplosbaar:. οὔποτε καταλύσιμον nooit ongedaan te maken Soph. El. 1247.

Middle Liddell

καταλύσιμος, ον
to be dissolved or done away, Soph.