καταγλαΐζω: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1342.png Seite 1342]] verstärktes simpler, Sp., μαρμαρυγῇς κάλλους [[νᾶμα]] κατηγλάϊσεν Agath. 24 (XI, 64).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1342.png Seite 1342]] verstärktes simpler, Sp., μαρμαρυγῇς κάλλους [[νᾶμα]] κατηγλάϊσεν Agath. 24 (XI, 64).
}}
{{bailly
|btext=faire briller, illuminer ; glorifier.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀγλαΐζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταγλᾰΐζω''': ποιῶ τι ἀγλαόν, [[καταλαμπρύνω]], Ἀνθ. Π. 11. 64, κτλ.- Παθ., κατηγλαϊσμένοι, κατακεκοσμημένοι, λαμπρῶς ἐνδεδυμένοι, Κωμ. Ἀνών. 60.
|lstext='''καταγλᾰΐζω''': ποιῶ τι ἀγλαόν, [[καταλαμπρύνω]], Ἀνθ. Π. 11. 64, κτλ.- Παθ., κατηγλαϊσμένοι, κατακεκοσμημένοι, λαμπρῶς ἐνδεδυμένοι, Κωμ. Ἀνών. 60.
}}
{{bailly
|btext=faire briller, illuminer ; glorifier.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀγλαΐζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:25, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγλᾰΐζω Medium diacritics: καταγλαΐζω Low diacritics: καταγλαΐζω Capitals: ΚΑΤΑΓΛΑΪΖΩ
Transliteration A: kataglaḯzō Transliteration B: kataglaizō Transliteration C: kataglaizo Beta Code: kataglai/+zw

English (LSJ)

glorify, AP11.64.8 (Agath.); ναὸν λίθοις J.AJ8.5.2:—Pass., κατηγλαϊσμένοι splendidly attired, Com.Adesp.1275.

German (Pape)

[Seite 1342] verstärktes simpler, Sp., μαρμαρυγῇς κάλλους νᾶμα κατηγλάϊσεν Agath. 24 (XI, 64).

French (Bailly abrégé)

faire briller, illuminer ; glorifier.
Étymologie: κατά, ἀγλαΐζω.

Greek (Liddell-Scott)

καταγλᾰΐζω: ποιῶ τι ἀγλαόν, καταλαμπρύνω, Ἀνθ. Π. 11. 64, κτλ.- Παθ., κατηγλαϊσμένοι, κατακεκοσμημένοι, λαμπρῶς ἐνδεδυμένοι, Κωμ. Ἀνών. 60.

Greek Monolingual

καταγλαιζω (AM)
παθ. καταγλαΐζομαι
δοξάζομαι
μσν.
(η μτχ. παθ. παρακμ.) κατηγλαϊσμένος, -η, -ον
περίφημος, ξακουστός
αρχ.
1. κάνω κάτι υπερβολικά λαμπρό, καταλαμπρύνω
2. παθ. ντύνομαι πολύ ωραία, στολίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀγλαΐζω (< ἀγλαός «ένδοξος, λαμπρός»)].

Greek Monotonic

καταγλᾰΐζω: δοξάζω, λαμπρύνω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καταγλᾰΐζω: окружить сиянием, заставить блистать: κ. τι μαρμαρυγῇς κάλλους Anth. озарить что-л. блеском (собственной) красоты.