κεκαδήσω: Difference between revisions
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=kekadh/sw | |Beta Code=kekadh/sw | ||
|Definition=κεκάδοντο, κεκαδών, v. [[χάζομαι]]:—but for κεκαδήσομαι, v. [[κήδω]]:—for κεκαδδίχθαι, v. [[κάδδιχος]]. κεκαδμένος, v. [[καίνυμαι]]. | |Definition=κεκάδοντο, κεκαδών, v. [[χάζομαι]]:—but for κεκαδήσομαι, v. [[κήδω]]:—for κεκαδδίχθαι, v. [[κάδδιχος]]. κεκαδμένος, v. [[καίνυμαι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=v. [[κήδω]];<br />v. [[χάζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεκᾰδήσω''': κεκάδοντο, κεκαδών, ἴδε ἐν λέξ. χάζομαι·‒ ἀλλὰ περὶ τοῦ κεκαδήσομαι ἴδε ἐν λέξ. [[κήδω]]. | |lstext='''κεκᾰδήσω''': κεκάδοντο, κεκαδών, ἴδε ἐν λέξ. χάζομαι·‒ ἀλλὰ περὶ τοῦ κεκαδήσομαι ἴδε ἐν λέξ. [[κήδω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:40, 1 October 2022
English (LSJ)
κεκάδοντο, κεκαδών, v. χάζομαι:—but for κεκαδήσομαι, v. κήδω:—for κεκαδδίχθαι, v. κάδδιχος. κεκαδμένος, v. καίνυμαι.
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
κεκᾰδήσω: κεκάδοντο, κεκαδών, ἴδε ἐν λέξ. χάζομαι·‒ ἀλλὰ περὶ τοῦ κεκαδήσομαι ἴδε ἐν λέξ. κήδω.
Greek Monolingual
κεκαδήσω (Α)
θα αποστερήσω («ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῦ και ψυχῆς», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. κεκαδήσω και ο αόρ. κέκαδον απαντούν στους επικ. ποιητές ως ρηματ. τ. του ρ. χάζω «αποστερώ», με το οποίο όμως δεν συνδέονται ετυμολογικά. Οι τ. αυτοί συνδέονται πιθ. με αρχ. ινδ. kadana-, ενώ, κατ' άλλους, με το ρ. κήδω «φροντίζω»].
Greek Monotonic
κεκᾰδήσω: Επικ. μέλ. του χάζω.