κολακικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1472.png Seite 1472]] = [[κολακευτικός]]; Plat. Gorg. 522 d; θωπεῖαι Legg. I, 633 d; Folgde; κολακικώτατος πρὸς τοὺς ὑπερέχοντας Pol. 13, 4, 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1472.png Seite 1472]] = [[κολακευτικός]]; Plat. Gorg. 522 d; θωπεῖαι Legg. I, 633 d; Folgde; κολακικώτατος πρὸς τοὺς ὑπερέχοντας Pol. 13, 4, 5.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de flatteur;<br /><i>Cp.</i> κολακικώτερος, <i>Sp.</i> κολακικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[κόλαξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κολᾰκικός''': -ή, -όν, = [[κολακευτικός]], Πλάτ. Γοργ. 502D, καὶ ἀλλ.· ἡ -κὴ (δηλ. [[τέχνη]]), = [[κολακεία]], ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 222Ε· συγκρ. κολακικώτερος Λουκ. π. Εἰκ. 22· ὑπερθ. κολακικώτατος [[πρός]] τινα Πολύβ. 13. 4, 5. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δ΄, 51.
|lstext='''κολᾰκικός''': -ή, -όν, = [[κολακευτικός]], Πλάτ. Γοργ. 502D, καὶ ἀλλ.· ἡ -κὴ (δηλ. [[τέχνη]]), = [[κολακεία]], ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 222Ε· συγκρ. κολακικώτερος Λουκ. π. Εἰκ. 22· ὑπερθ. κολακικώτατος [[πρός]] τινα Πολύβ. 13. 4, 5. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δ΄, 51.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de flatteur;<br /><i>Cp.</i> κολακικώτερος, <i>Sp.</i> κολακικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[κόλαξ]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολᾰκικός Medium diacritics: κολακικός Low diacritics: κολακικός Capitals: ΚΟΛΑΚΙΚΟΣ
Transliteration A: kolakikós Transliteration B: kolakikos Transliteration C: kolakikos Beta Code: kolakiko/s

English (LSJ)

ή, όν, = κολακευτικός, Arist.EE1222b4: ἡ κολακική (sc. τέχνη), = κολακεία, Pl.Grg.502d, Sph.222e: Comp. κολακικώτερος Luc.Pr.Im.22: Sup. κολακικώτατος, πρὸς, τοὺς ὑπερέχοντας Plb.13.4.5. Adv. κολακικῶς Poll.4.51, Aristaenet.1.16, Chor.in Rh.Mus.49.521, v.l. in Str. 17.1.43.

German (Pape)

[Seite 1472] = κολακευτικός; Plat. Gorg. 522 d; θωπεῖαι Legg. I, 633 d; Folgde; κολακικώτατος πρὸς τοὺς ὑπερέχοντας Pol. 13, 4, 5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de flatteur;
Cp. κολακικώτερος, Sp. κολακικώτατος.
Étymologie: κόλαξ.

Greek (Liddell-Scott)

κολᾰκικός: -ή, -όν, = κολακευτικός, Πλάτ. Γοργ. 502D, καὶ ἀλλ.· ἡ -κὴ (δηλ. τέχνη), = κολακεία, ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 222Ε· συγκρ. κολακικώτερος Λουκ. π. Εἰκ. 22· ὑπερθ. κολακικώτατος πρός τινα Πολύβ. 13. 4, 5. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δ΄, 51.

Greek Monolingual

κολακικός, -ή, -όν (Α) κόλαξ
1. κολακευτικός («πρὸς μὲν τοὺς ταπεινοτέρους τολμηρότατος, πρὸς δὲ τοὺς ὑπερέχοντας κολακικώτατος», Πολ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κολακική (ενν. τέχνη)
η κολακεία.
επίρρ...
κολακικώς (AM)
κολακευτικώς.

Greek Monotonic

κολᾰκικός: -ή, -όν = κολακευτικός, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

κολᾰκικός: Plat., Polyb. = κολακευτικός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολακικός -ή -όν [κόλαξ] vleiend; subst. ἡ κολακική ( sc. τέχνη) vleierij.

Middle Liddell

κολᾰκικός, ή, όν = κολακευτικός, Plat.]