μελίγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0122.png Seite 122]] honigzungig, süß, angenehm redend; [[πειθώ]], Aesch. Prom. 172; ἔπη, Ar. Av. 908.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0122.png Seite 122]] honigzungig, süß, angenehm redend; [[πειθώ]], Aesch. Prom. 172; ἔπη, Ar. Av. 908.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la langue de miel, à la douce parole.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], [[γλῶσσα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μελίγλωσσος''': -ον, ὁ ἔχων ἡδεῖαν γλῶσσαν, πειθὼ Αἰσχύλ. Πρ. 172· μελιγλώσσου τις ὑμνήσει [[χάριν]] Κηΐας ἀηδόνος Βακχυλ. ΙΙΙ, 97· μελιγλώσσων τ’ ἀοιδᾶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 4 [13]· ἔπη Ἀριστοφ. Ὄρν. 908· [[Πιερίδες]] Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. (προσθῆκαι) 228α. 2.
|lstext='''μελίγλωσσος''': -ον, ὁ ἔχων ἡδεῖαν γλῶσσαν, πειθὼ Αἰσχύλ. Πρ. 172· μελιγλώσσου τις ὑμνήσει [[χάριν]] Κηΐας ἀηδόνος Βακχυλ. ΙΙΙ, 97· μελιγλώσσων τ’ ἀοιδᾶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 4 [13]· ἔπη Ἀριστοφ. Ὄρν. 908· [[Πιερίδες]] Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. (προσθῆκαι) 228α. 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la langue de miel, à la douce parole.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], [[γλῶσσα]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῐγλωσσος Medium diacritics: μελίγλωσσος Low diacritics: μελίγλωσσος Capitals: ΜΕΛΙΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: melíglōssos Transliteration B: meliglōssos Transliteration C: meliglossos Beta Code: meli/glwssos

English (LSJ)

ον, honey-tongued, πειθοῦς ἐπαοιδαί A. Pr.173 (anap.); ἀοιδαί B. Fr.3.2; ἀηδών, of a poet, Id.3.97; ἔπη Ar. Av.908 (lyr.); Πιερίδες Epigr.Gr. 228a2 (Ephesus).

German (Pape)

[Seite 122] honigzungig, süß, angenehm redend; πειθώ, Aesch. Prom. 172; ἔπη, Ar. Av. 908.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la langue de miel, à la douce parole.
Étymologie: μέλι, γλῶσσα.

Greek (Liddell-Scott)

μελίγλωσσος: -ον, ὁ ἔχων ἡδεῖαν γλῶσσαν, πειθὼ Αἰσχύλ. Πρ. 172· μελιγλώσσου τις ὑμνήσει χάριν Κηΐας ἀηδόνος Βακχυλ. ΙΙΙ, 97· μελιγλώσσων τ’ ἀοιδᾶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 4 [13]· ἔπη Ἀριστοφ. Ὄρν. 908· Πιερίδες Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. (προσθῆκαι) 228α. 2.

Greek Monolingual

μελίγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + γλῶσσα (πρβλ. βαρβαρόγλωσσος, χρυσόγλωσσος)].

Greek Monotonic

μελίγλωσσος: -ον (γλῶσσα), αυτός που έχει γλυκιά γλώσσα, φωνή, σε Αισχύλ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μελίγλωσσος: сладкоречивый (πειθώ Aesch.; ἔπη Arph.).

Middle Liddell

μελί-γλωσσος, ον γλῶσσα
honey-tongued, Aesch., Ar.