μετάκοινος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0148.png Seite 148]] gemeinschaftlich, παντὶ δόμῳ μετάκοινοι, Aesch. Eum. 922, vgl. Suppl. 1021.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0148.png Seite 148]] gemeinschaftlich, παντὶ δόμῳ μετάκοινοι, Aesch. Eum. 922, vgl. Suppl. 1021.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui prend sa part en commun avec, associé à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[κοινός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετάκοινος''': -ον, ὁ κοινωνῶν, μετέχων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 351· τινι μετά τινος, [[αὐτόθι]] 964, Ἱκέτ. 1039.
|lstext='''μετάκοινος''': -ον, ὁ κοινωνῶν, μετέχων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 351· τινι μετά τινος, [[αὐτόθι]] 964, Ἱκέτ. 1039.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui prend sa part en commun avec, associé à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[κοινός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:27, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάκοινος Medium diacritics: μετάκοινος Low diacritics: μετάκοινος Capitals: ΜΕΤΑΚΟΙΝΟΣ
Transliteration A: metákoinos Transliteration B: metakoinos Transliteration C: metakoinos Beta Code: meta/koinos

English (LSJ)

ον, sharing in common, partaking, ξυνδαίτωρ A.Eu. 351 (lyr.); παντὶ δόμῳ μ. ib.964 (lyr.); ματρί Id.Supp.1038 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 148] gemeinschaftlich, παντὶ δόμῳ μετάκοινοι, Aesch. Eum. 922, vgl. Suppl. 1021.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui prend sa part en commun avec, associé à, τινι.
Étymologie: μετά, κοινός.

Greek (Liddell-Scott)

μετάκοινος: -ον, ὁ κοινωνῶν, μετέχων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 351· τινι μετά τινος, αὐτόθι 964, Ἱκέτ. 1039.

Greek Monolingual

μετάκοινος, -ον (Α)
συμμέτοχος, κοινωνός («δαίμονες... παντί δόμῳ μετάκοινοι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κοινός (πρβλ. επί-κοινος)].

Greek Monotonic

μετάκοινος: -ον, αυτός που μοιράζεται από κοινού, συμμέτοχος, σε Αισχύλ.· τινι, με κάποιον άλλον, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

μετάκοινος: совместный, общий: συνδαίτωρ μ. Aesch. сотрапезник; παντὶ δόμῳ μετάκοινοι, sc. Μοῖραι Aesch. Мойры, безотлучные спутницы каждого дома.

Middle Liddell

μετά-κοινος, ον
sharing in common, partaking, Aesch.; τινι with another, Aesch.