μονίας: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0202.png Seite 202]] ὁ, [[einsam]]; Ael. H. A. 15, 3; [[βίος]], Ar. bei Eust. 1409, 61.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0202.png Seite 202]] ὁ, [[einsam]]; Ael. H. A. 15, 3; [[βίος]], Ar. bei Eust. 1409, 61.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />solitaire, vieux sanglier, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[κάπρος]], [[μονιός]], [[σῦς]], [[ὗς]]².
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μονίας''': -ου, ὁ, ὁ ζῶν [[μόνος]], ὁ μὴ συναγελαζόμενος, ἐπὶ ἰχθύων, οἱ συνόδοντος οὐκ εἰσὶ μονίαι Αἰλ. π. Ζ. 1. 46., 7. 47· [[βίος]] [[μονίας]], [[μονήρης]], Εὐστ. 1409. 61.
|lstext='''μονίας''': -ου, ὁ, ὁ ζῶν [[μόνος]], ὁ μὴ συναγελαζόμενος, ἐπὶ ἰχθύων, οἱ συνόδοντος οὐκ εἰσὶ μονίαι Αἰλ. π. Ζ. 1. 46., 7. 47· [[βίος]] [[μονίας]], [[μονήρης]], Εὐστ. 1409. 61.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />solitaire, vieux sanglier, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[κάπρος]], [[μονιός]], [[σῦς]], [[ὗς]]².
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μονίας]], ὁ (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που διάγει μοναχικό βίο, [[μονήρης]], [[μοναχικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] του [[μήνα]] Ιανουαρίου<br /><b>2.</b> (για ψάρια) αυτός που δεν συναγελάζεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόνος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i>].
|mltxt=[[μονίας]], ὁ (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που διάγει μοναχικό βίο, [[μονήρης]], [[μοναχικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] του [[μήνα]] Ιανουαρίου<br /><b>2.</b> (για ψάρια) αυτός που δεν συναγελάζεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόνος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i>].
}}
}}

Revision as of 22:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονίας Medium diacritics: μονίας Low diacritics: μονίας Capitals: ΜΟΝΙΑΣ
Transliteration A: monías Transliteration B: monias Transliteration C: monias Beta Code: moni/as

English (LSJ)

ου, ὁ, solitary, Ael.NA1.46, 7.47; βίος Eust.1409.61.

German (Pape)

[Seite 202] ὁ, einsam; Ael. H. A. 15, 3; βίος, Ar. bei Eust. 1409, 61.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
solitaire, vieux sanglier, animal.
Étymologie: μόνος.
Syn. κάπρος, μονιός, σῦς, ὗς².

Greek (Liddell-Scott)

μονίας: -ου, ὁ, ὁ ζῶν μόνος, ὁ μὴ συναγελαζόμενος, ἐπὶ ἰχθύων, οἱ συνόδοντος οὐκ εἰσὶ μονίαι Αἰλ. π. Ζ. 1. 46., 7. 47· βίος μονίας, μονήρης, Εὐστ. 1409. 61.

Greek Monolingual

μονίας, ὁ (ΑΜ)
μσν.
αυτός που διάγει μοναχικό βίο, μονήρης, μοναχικός
αρχ.
1. ονομασία του μήνα Ιανουαρίου
2. (για ψάρια) αυτός που δεν συναγελάζεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος + κατάλ. -ίας].