μυθολογικός: Difference between revisions
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0214.png Seite 214]] ή, όν, im Erzählen von Fabeln, im Erdichten geschickt, Plat. Phaed. 61 b. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0214.png Seite 214]] ή, όν, im Erzählen von Fabeln, im Erdichten geschickt, Plat. Phaed. 61 b. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />habile à composer des fables.<br />'''Étymologie:''' [[μυθολόγος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῡθολογικός''': -ή, -όν, [[ἔμπειρος]] εἰς τὰ τῆς μυθολογίας, καὶ αὐτὸς οὐκ ἦ μυθολογικὸς Πλάτ. Φαίδων 61Β. | |lstext='''μῡθολογικός''': -ή, -όν, [[ἔμπειρος]] εἰς τὰ τῆς μυθολογίας, καὶ αὐτὸς οὐκ ἦ μυθολογικὸς Πλάτ. Φαίδων 61Β. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:45, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, poetical, inventive, Pl.Phd. 61b.
German (Pape)
[Seite 214] ή, όν, im Erzählen von Fabeln, im Erdichten geschickt, Plat. Phaed. 61 b.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
habile à composer des fables.
Étymologie: μυθολόγος.
Greek (Liddell-Scott)
μῡθολογικός: -ή, -όν, ἔμπειρος εἰς τὰ τῆς μυθολογίας, καὶ αὐτὸς οὐκ ἦ μυθολογικὸς Πλάτ. Φαίδων 61Β.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (Α μυθολογικός, -ή, -όν) μυθολόγος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυθολογία ή αυτός που είναι έμπειρος σε θέματα σχετικά με τη μυθολογία («τὸν ποιητὴν δέοι, εἴπερ μέλλοι ποιητὴς εἶναι, ποιεῖν μύθους... καὶ αὐτὸς οὐκ ἦ μυθολογικός», Πλάτ.)
νεοελλ.
αυτός που δεν ανήκει στην περίοδο τών ιστορικών χρόνων και προηγήθηκε από αυτήν, αυτός που δεν τεκμηριώνεται από την ιστορία.
επίρρ...
μυθολογικώς και -ά (Α μυθολογικῶς)
με μυθολογικό τρόπο.
Greek Monotonic
μῡθολογικός: -ή, -όν, επιδέξιος στην αφήγηση θρυλικών παραδόσεων, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μῡθολογικός: умеющий сочинять сказки, сказания Plat.
Middle Liddell
μῡθολογικός, ή, όν [from μῡθολόγος]
versed in legendary lore, Plat.