ἐνδιαιτάομαι: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e)ndiaita/omai | |Beta Code=e)ndiaita/omai | ||
|Definition=Ion. ἐνδῐαιτ-έομαι, [[live]] or [[dwell in]] a place, ἐν τῷ ἱρῷ <span class="bibl">Hdt. 8.41</span>; <b class="b3">μνήμη παρ' ἑκάστῳ ἐ</b>. <span class="bibl">Th.2.43</span>; οἰκία ἡδίστη ἐνδιαιτᾶσθαι <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span> 3.8.8</span>, cf. Crates Theb.15; ἐπίνοια ἐ. ἡμῖν Plu.2.608e; ἡδονὴ ἐ. τῇ γνώμῃ <span class="bibl">Lib.<span class="title">Or.</span>64.116</span>. | |Definition=Ion. ἐνδῐαιτ-έομαι, [[live]] or [[dwell in]] a place, ἐν τῷ ἱρῷ <span class="bibl">Hdt. 8.41</span>; <b class="b3">μνήμη παρ' ἑκάστῳ ἐ</b>. <span class="bibl">Th.2.43</span>; οἰκία ἡδίστη ἐνδιαιτᾶσθαι <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span> 3.8.8</span>, cf. Crates Theb.15; ἐπίνοια ἐ. ἡμῖν Plu.2.608e; ἡδονὴ ἐ. τῇ γνώμῃ <span class="bibl">Lib.<span class="title">Or.</span>64.116</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[vivir]], [[habitar]] c. suj. de pers. o anim. ὄφιν μέγαν ... ἐνδιαιτᾶσθαι ἐν τῷ ἱρῷ Hdt.8.41, ὅπως (οἰκία) ἡδίστη τε ἐνδιαιτᾶσθαι καὶ χρησιμωτάτη ἔσται X.<i>Mem</i>.3.8.8, cf. Crates Theb.<i>SHell</i>.364.3, I.<i>AI</i> 3.300, ὡς ἐν οἰκητηρίοις Posidon.62a, ὄρνις ... ἀεὶ τῇ θαλάττῃ ἐνδιατωμένη Aesop.25.3<br /><b class="num">•</b>fig. c. suj. de abstr. [[habitar]], [[permanecer]] [[ἄγραφος]] μνήμη παρ' ἑκάστῳ ... ἐνδιαιτᾶται Th.2.43, τὴν ἐπίνοιαν αὐτῆς ἐνδιαιτᾶσθαι καὶ συμβιοῦν ἡμῖν Plu.2.608e, cf. Lib.<i>Or</i>.64.116, τὴν ψυχὴν τοῦ ἐρῶντος ἐνδιαιτᾶσθαι τῇ τοῦ ἐρωμένου Plu.2.759c, τῷ θεῷ ... ἐνδιαιτᾶσθαι [[δεῖ]] τὸ [[ἅγιον]] πνεῦμα Dion.Rom. en Ath.Al.<i>Decr</i>.26, cf. Cyr.Al.<i>Mt</i>.163.18, Synes.<i>Regn</i>.29, ἐν ᾧ (κόσμῳ) ψυχὴ ἐνδιαιτᾶται Plot.4.8.2.<br /><b class="num">2</b> [[permanecer]], [[residir]] temporalmente τῇ Ῥώμῃ I.<i>AI</i> 17.84, καθ' ἃς (ἡμέρας) ἐνδιαιτᾶσθαι τῷ ναῷ τοῖς μὴ ἱερωμένοις ἀπηγόρευτο Hld.8.3.5. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶμαι;<br />vivre <i>ou</i> habiter dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], διαιτάομαι. | |btext=-ῶμαι;<br />vivre <i>ou</i> habiter dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], διαιτάομαι. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:50, 1 October 2022
English (LSJ)
Ion. ἐνδῐαιτ-έομαι, live or dwell in a place, ἐν τῷ ἱρῷ Hdt. 8.41; μνήμη παρ' ἑκάστῳ ἐ. Th.2.43; οἰκία ἡδίστη ἐνδιαιτᾶσθαι X.Mem. 3.8.8, cf. Crates Theb.15; ἐπίνοια ἐ. ἡμῖν Plu.2.608e; ἡδονὴ ἐ. τῇ γνώμῃ Lib.Or.64.116.
Spanish (DGE)
1 vivir, habitar c. suj. de pers. o anim. ὄφιν μέγαν ... ἐνδιαιτᾶσθαι ἐν τῷ ἱρῷ Hdt.8.41, ὅπως (οἰκία) ἡδίστη τε ἐνδιαιτᾶσθαι καὶ χρησιμωτάτη ἔσται X.Mem.3.8.8, cf. Crates Theb.SHell.364.3, I.AI 3.300, ὡς ἐν οἰκητηρίοις Posidon.62a, ὄρνις ... ἀεὶ τῇ θαλάττῃ ἐνδιατωμένη Aesop.25.3
•fig. c. suj. de abstr. habitar, permanecer ἄγραφος μνήμη παρ' ἑκάστῳ ... ἐνδιαιτᾶται Th.2.43, τὴν ἐπίνοιαν αὐτῆς ἐνδιαιτᾶσθαι καὶ συμβιοῦν ἡμῖν Plu.2.608e, cf. Lib.Or.64.116, τὴν ψυχὴν τοῦ ἐρῶντος ἐνδιαιτᾶσθαι τῇ τοῦ ἐρωμένου Plu.2.759c, τῷ θεῷ ... ἐνδιαιτᾶσθαι δεῖ τὸ ἅγιον πνεῦμα Dion.Rom. en Ath.Al.Decr.26, cf. Cyr.Al.Mt.163.18, Synes.Regn.29, ἐν ᾧ (κόσμῳ) ψυχὴ ἐνδιαιτᾶται Plot.4.8.2.
2 permanecer, residir temporalmente τῇ Ῥώμῃ I.AI 17.84, καθ' ἃς (ἡμέρας) ἐνδιαιτᾶσθαι τῷ ναῷ τοῖς μὴ ἱερωμένοις ἀπηγόρευτο Hld.8.3.5.
German (Pape)
[Seite 833] ion. -τέομαι, darin sich aufhalten, wohnen; ἐν τῷ ἱρῷ Her. 8, 41; οἰκία ἡδίστη ἐνδιαιτᾶσθαι Xen. Mem. 3, 8, 8; übtr., ἡ ἐπί. νοια ἐν ἡμῖν ἐνδιαιτᾶται Plut. cons. ux. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδιαιτάομαι: Ἰων. -έομαι, ἀποθ.· ― κατοικῶ, διαμένω ἔν τινι τόπῳ, ἐν τῷ ἱρῷ Ἡρόδ. 8. 41· παρά τινι Θουκ. 2. 43· οἰκία ἠδίστη ἐνδιαιτῆσθαι Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 8· ἡ διάνοια ἐνδ. ἡμῖν Πλούτ. 2. 608Ε.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
vivre ou habiter dans.
Étymologie: ἐν, διαιτάομαι.
Greek Monotonic
ἐνδῐαιτάομαι: Ιων. -έομαι, αποθ., κατοικώ ή διαμένω σε κάποιον τόπο, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδιαιτάομαι: ион. ἐνδιαιτέομαι (где-л.) жить, обитать (ἐν τῷ ἱρῷ Her.; παρά τινι Thuc.; перен. τῇ ψυχῇ τινος Plut.): χρησιμωτάτη ἐ. οἰκία Xen. наиболее удобный для жилья дом.
Middle Liddell
ionic -έομαι
Dep. to live or dwell in a place, Hdt., Thuc., etc.