ἐρωτηματικός: Difference between revisions

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1041.png Seite 1041]] zur Frage gehörig, fragweise, [[λόγος]], eine Frage in grammatischer Beziehung, Schol. Ar. Av. 417 u. öfter. Auch adv.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1041.png Seite 1041]] zur Frage gehörig, fragweise, [[λόγος]], eine Frage in grammatischer Beziehung, Schol. Ar. Av. 417 u. öfter. Auch adv.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />interrogatif ; <i>t. de gramm.</i> τὸ [[ὄνομα]] ἐρωτηματικόν le pronom interrogatif.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρώτημα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρωτηματικός''': -ή, -όν, ἐνέχων ἐρώτησιν· ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1225, κτλ.
|lstext='''ἐρωτηματικός''': -ή, -όν, ἐνέχων ἐρώτησιν· ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1225, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />interrogatif ; <i>t. de gramm.</i> τὸ [[ὄνομα]] ἐρωτηματικόν le pronom interrogatif.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρώτημα]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρωτηματικός Medium diacritics: ἐρωτηματικός Low diacritics: ερωτηματικός Capitals: ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: erōtēmatikós Transliteration B: erōtēmatikos Transliteration C: erotimatikos Beta Code: e)rwthmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, interrogative, ὄνομα D.T.636.11; χρεῖαι Hermog. Prog.3. Adv.-κῶς TheoProg.4, Sch.Ar.Nu.1225, etc.

German (Pape)

[Seite 1041] zur Frage gehörig, fragweise, λόγος, eine Frage in grammatischer Beziehung, Schol. Ar. Av. 417 u. öfter. Auch adv.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
interrogatif ; t. de gramm. τὸ ὄνομα ἐρωτηματικόν le pronom interrogatif.
Étymologie: ἐρώτημα.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρωτηματικός: -ή, -όν, ἐνέχων ἐρώτησιν· ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1225, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐρωτηματικός, -ή, -όν) ερώτημα
1. αυτός που περικλείει ερώτηση, αυτός που αναφέρεται σε ερώτηση («ερωτηματικές προτάσεις», «ερωτηματικές αντωνυμίες», «ερωτηματικά επιρρήματα»)
2. αυτός που έχει έκφραση απορίας ή αμηχανίας ή αμφιβολίας («μού ‘ρίξε ένα ερωτηματικό βλέμμα»)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το ερωτηματικό
το σημείο στίξης [;] που μπαίνει στο τέλος της πρότασης η οποία εκφράζει ερώτηση
2. α) για προβλήματα (υποθέσεις, ζητήματα) στα οποία δεν έχει δοθεί ικανοποιητική λύση («όλη αυτή η υπόθεση είναι ένα μεγάλο ερωτηματικό»)
β) για πρόσωπα τών οποίων ο εσωτερικός κόσμος είναι τόσο μυστηριώδης ώστε δεν μπορεί κανείς να καταλάβει τον χαρακτήρα τους («αυτός ο άνθρωπος είναι ένα ερωτηματικό»).

Russian (Dvoretsky)

ἐρωτημᾰτικός: грам. вопросительный (ὄνομα).