ἀκτένιστος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)kte/nistos
|Beta Code=a)kte/nistos
|Definition=ον, [[uncombed]], κόμη <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1261</span>, Sch.<span class="bibl">A.R.1.60</span>.
|Definition=ον, [[uncombed]], κόμη <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1261</span>, Sch.<span class="bibl">A.R.1.60</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[despeinado]] κόμη S.<i>OC</i> 1261, cf. Philaenis en <i>POxy</i>.2891.1.2.3, Sch.A.R.3.50.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non peigné.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κτενίζω]].
|btext=ος, ον :<br />non peigné.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κτενίζω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[despeinado]] κόμη S.<i>OC</i> 1261, cf. Philaenis en <i>POxy</i>.2891.1.2.3, Sch.A.R.3.50.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκτένιστος Medium diacritics: ἀκτένιστος Low diacritics: ακτένιστος Capitals: ΑΚΤΕΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akténistos Transliteration B: aktenistos Transliteration C: aktenistos Beta Code: a)kte/nistos

English (LSJ)

ον, uncombed, κόμη S.OC1261, Sch.A.R.1.60.

Spanish (DGE)

-ον
despeinado κόμη S.OC 1261, cf. Philaenis en POxy.2891.1.2.3, Sch.A.R.3.50.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non peigné.
Étymologie: , κτενίζω.

Greek Monolingual

-η, -ο και αχτένιστος (AM ἀκτένιστος, -ον) κτενίζω
αυτός που δεν χτενίστηκε, ακατάστατος, ξεχτένιστος
(νεολλ.)
1. (για τρίχες, νήματα κ.λπ.) αυτός που δεν τον επεξεργάστηκαν με ειδικό εργαλείο, με το χτένι, ο αλανάριστος,
2. (για λόγο, σύγγραμμα κ.λπ.) ο μη επεξεργασμένος με προσοχή και επιμέλεια, αφρόντιστος, παραμελημένος, μισοτελειωμένος.

Greek Monotonic

ἀκτένιστος: -ον (κτενίζω), αχτένιστος, ατημέλητος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκτένιστος: не(при)чесанный (κόμη Soph.).

Middle Liddell

κτενίζω
uncombed, unkempt, Soph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκτένιστος -ον [ἀ-, κτενίζω ongekamd.