ἀοιδομάχος: Difference between revisions
φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)oidoma/xos | |Beta Code=a)oidoma/xos | ||
|Definition=[ᾰ], ον, [[fighting with verses]], λογολέσχαι <span class="title">AP</span>11.140 (Lucill.). | |Definition=[ᾰ], ον, [[fighting with verses]], λογολέσχαι <span class="title">AP</span>11.140 (Lucill.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[que compite con versos]] τοῖς παρὰ [[δεῖπνον]] ἀ. λογολέσχαις <i>AP</i> 11.140 (Lucill.). | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui dispute le prix du chant <i>ou</i> de la poésie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀοιδή]], [[μάχομαι]]. | |btext=ος, ον :<br />qui dispute le prix du chant <i>ou</i> de la poésie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀοιδή]], [[μάχομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:35, 1 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ον, fighting with verses, λογολέσχαι AP11.140 (Lucill.).
Spanish (DGE)
-ον
que compite con versos τοῖς παρὰ δεῖπνον ἀ. λογολέσχαις AP 11.140 (Lucill.).
German (Pape)
[Seite 272] mit Dichterstellen einander bekämpfend, Lucill. 28 (XI, 140).
Greek (Liddell-Scott)
ἀοιδομάχος: [ᾰ], -ον, ἐπὶ γραμματικῶν, ὁ ἐρίζων περὶ λέξεων καὶ στίχων ποιητικῶν, «τούτοις τοῖς παρὰ δεῖπνον ἀοιδομάχοις λογολέσχαις, τοῖς ἀπ’ Ἀριστάρχου… σήμερον οὐ δειπνῶ μῆνιν ἄειδε θεὰ» Ἀνθ. Π. 11. 140.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dispute le prix du chant ou de la poésie.
Étymologie: ἀοιδή, μάχομαι.
Greek Monolingual
ἀοιδομάχος, ο (Α)
(για γραμματικούς) αυτός που ασκεί πολεμική, σχολαστική κριτική σε λέξεις και στίχους ποιητών.
Greek Monotonic
ἀοιδομάχος: [ᾰ], -ον (μάχομαι), λέγεται για γραμματικούς, αυτός που εμπλέκεται σε ατέρμονες έριδες για το περιεχόμενο ποιητικών λέξεων και εκφράσεων ή για την ερμηνεία των στίχων, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀοιδομάχος: состязающийся в песнях (λογολέσχαι Anth.).