ἄσκαφος: Difference between revisions
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)/skafos | |Beta Code=a)/skafos | ||
|Definition=ον, [[not dug about]], ἄμπελοι <span class="bibl">Str.11.4.3</span>. | |Definition=ον, [[not dug about]], ἄμπελοι <span class="bibl">Str.11.4.3</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἄσκᾰφος) -ον<br />agr. [[no labrado]], [[no cavado]] γῆ Pratin.5, ἄμπελοι Str.11.4.3, cf. Poll.1.246. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0370.png Seite 370]] ([[σκάπτω]]), unbehackt, [[ἄμπελος]] Strab. 11. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0370.png Seite 370]] ([[σκάπτω]]), unbehackt, [[ἄμπελος]] Strab. 11. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο και άσκαβος, άσκαφτος, [[άσκαπτος]] (AM [[ἄσκαφος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει σκαφτεί, που δεν έχει καλλιεργηθεί με [[σκαλιστήρι]] («άσκαφτο [[αμπέλι]]», «ἄσκαφοι ἄμπελοι»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει ανοιχτεί με [[σκάψιμο]] («άσκαφτος [[λάκκος]]»)<br /><b>2.</b> όποιος δεν μπορεί να σκαφτεί («άσκαφτο [[χωράφι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[άσκαφος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκαφος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>εσκάφην</i>, [[σκάπτω]]<br /><i>άσκαβος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σκάβω]]<br /><i>άσκαφτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[άσκαπτος]]<br />[[άσκαπτος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σκαπτός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκάπτω]]. Ο χ. [[άσκαπτος]] μαρτυρείται από το 1890 από τον Στέφανο Κουμανούδη στα <i>Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας</i>]. | |mltxt=-η, -ο και άσκαβος, άσκαφτος, [[άσκαπτος]] (AM [[ἄσκαφος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει σκαφτεί, που δεν έχει καλλιεργηθεί με [[σκαλιστήρι]] («άσκαφτο [[αμπέλι]]», «ἄσκαφοι ἄμπελοι»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει ανοιχτεί με [[σκάψιμο]] («άσκαφτος [[λάκκος]]»)<br /><b>2.</b> όποιος δεν μπορεί να σκαφτεί («άσκαφτο [[χωράφι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[άσκαφος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκαφος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>εσκάφην</i>, [[σκάπτω]]<br /><i>άσκαβος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σκάβω]]<br /><i>άσκαφτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[άσκαπτος]]<br />[[άσκαπτος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σκαπτός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκάπτω]]. Ο χ. [[άσκαπτος]] μαρτυρείται από το 1890 από τον Στέφανο Κουμανούδη στα <i>Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:23, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, not dug about, ἄμπελοι Str.11.4.3.
Spanish (DGE)
(ἄσκᾰφος) -ον
agr. no labrado, no cavado γῆ Pratin.5, ἄμπελοι Str.11.4.3, cf. Poll.1.246.
German (Pape)
[Seite 370] (σκάπτω), unbehackt, ἄμπελος Strab. 11.
Greek Monolingual
-η, -ο και άσκαβος, άσκαφτος, άσκαπτος (AM ἄσκαφος, -ον)
αυτός που δεν έχει σκαφτεί, που δεν έχει καλλιεργηθεί με σκαλιστήρι («άσκαφτο αμπέλι», «ἄσκαφοι ἄμπελοι»)
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν έχει ανοιχτεί με σκάψιμο («άσκαφτος λάκκος»)
2. όποιος δεν μπορεί να σκαφτεί («άσκαφτο χωράφι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. άσκαφος < α- στερ. + -σκαφος < εσκάφην, σκάπτω
άσκαβος < α- στερ. + σκάβω
άσκαφτος < άσκαπτος
άσκαπτος < α- στερ. + σκαπτός < σκάπτω. Ο χ. άσκαπτος μαρτυρείται από το 1890 από τον Στέφανο Κουμανούδη στα Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας].