εὐτείχεος: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=eu)tei/xeos | |Beta Code=eu)tei/xeos | ||
|Definition=ον, (τεῖχος) [[well-walled]], Τροίη <span class="bibl">Il.1.129</span>, etc. | |Definition=ον, (τεῖχος) [[well-walled]], Τροίη <span class="bibl">Il.1.129</span>, etc. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />aux bonnes <i>ou</i> solides murailles, bien fortifié.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τεῖχος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐτείχεος''': -ον, ([[τεῖχος]]) ἔχων καλὰ τείχη, Τροίη, [[Ἴλιος]] Ἰλ. Α. 129, κτλ.· [[ὡσαύτως]], εὐτειχής, ές, Πινδ. Ο. 6. 1, Ν. 7. 67, Εὐρ. Ἀνρδ. 1010· ἐν Ἰλ. Π. 57 ἔχομεν αἰτιατ. εὐτείχια (οὐχὶ εὐτειχέα), [[ὅπερ]] ὁ Εὐστ. ἀναφέρει εἰς τὸ [[εὔτειχος]], εος. | |lstext='''εὐτείχεος''': -ον, ([[τεῖχος]]) ἔχων καλὰ τείχη, Τροίη, [[Ἴλιος]] Ἰλ. Α. 129, κτλ.· [[ὡσαύτως]], εὐτειχής, ές, Πινδ. Ο. 6. 1, Ν. 7. 67, Εὐρ. Ἀνρδ. 1010· ἐν Ἰλ. Π. 57 ἔχομεν αἰτιατ. εὐτείχια (οὐχὶ εὐτειχέα), [[ὅπερ]] ὁ Εὐστ. ἀναφέρει εἰς τὸ [[εὔτειχος]], εος. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 18:00, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, (τεῖχος) well-walled, Τροίη Il.1.129, etc.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux bonnes ou solides murailles, bien fortifié.
Étymologie: εὖ, τεῖχος.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτείχεος: -ον, (τεῖχος) ἔχων καλὰ τείχη, Τροίη, Ἴλιος Ἰλ. Α. 129, κτλ.· ὡσαύτως, εὐτειχής, ές, Πινδ. Ο. 6. 1, Ν. 7. 67, Εὐρ. Ἀνρδ. 1010· ἐν Ἰλ. Π. 57 ἔχομεν αἰτιατ. εὐτείχια (οὐχὶ εὐτειχέα), ὅπερ ὁ Εὐστ. ἀναφέρει εἰς τὸ εὔτειχος, εος.
English (Autenrieth)
metapl. acc. sing. εὐτείχεα: well-walled, well-fortified, Il. 1.129, Il. 16.57.
Greek Monolingual
εὐτείχειος, -ον και επικ. τ. ἐϋτείχεος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρά τείχη, ο καλά τειχισμένος, ο οχυρός («Τροίην ἐϋτείχεον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τείχεος (< τείχος), ομηρ. τύπος του ευ-τειχής για μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
εὐτείχεος: -ον (τεῖχος), καλοτειχισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
εὐτείχεος: (acc. sing. εὐτείχεα) обнесенный крепкой стеной, крепкостенный (Τροίη Hom.).