εὐώψ: Difference between revisions

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1112.png Seite 1112]] ῶπος, = εὐωπής, übh. [[schön]]; [[παρειά]] Soph. Ant. 526, wie κόραι Lycophr. 23; εὐῶπα πέμψον ἀλκάν, schöne, glückliche, Soph. O. R. 189 ch.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1112.png Seite 1112]] ῶπος, = εὐωπής, übh. [[schön]]; [[παρειά]] Soph. Ant. 526, wie κόραι Lycophr. 23; εὐῶπα πέμψον ἀλκάν, schöne, glückliche, Soph. O. R. 189 ch.
}}
{{bailly
|btext=εὐῶπος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> agréable à voir;<br /><b>2</b> agréable <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὤψ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐώψ''': -ῶπος, ὁ, ἡ, (ὢψ) ἔχων ὡραίους ὀφθαλμοὺς ἢ καλὸς τὴν ὄψιν, παρειὰ Σοφ. Ἀντ. 530· εὐῶπα πέμψον ἀλκάν, πέμψον καλὴν βοήθειαν, (ἀλλ’ ὁ Λοβέκ., θύγατερ Διὸς εὐῶπι, πέμψον ἀλκὰν) ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 189· πρβλ. [[εὐῶπις]].
|lstext='''εὐώψ''': -ῶπος, ὁ, ἡ, (ὢψ) ἔχων ὡραίους ὀφθαλμοὺς ἢ καλὸς τὴν ὄψιν, παρειὰ Σοφ. Ἀντ. 530· εὐῶπα πέμψον ἀλκάν, πέμψον καλὴν βοήθειαν, (ἀλλ’ ὁ Λοβέκ., θύγατερ Διὸς εὐῶπι, πέμψον ἀλκὰν) ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 189· πρβλ. [[εὐῶπις]].
}}
{{bailly
|btext=εὐῶπος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> agréable à voir;<br /><b>2</b> agréable <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὤψ]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐώψ Medium diacritics: εὐώψ Low diacritics: ευώψ Capitals: ΕΥΩΨ
Transliteration A: euṓps Transliteration B: euōps Transliteration C: evops Beta Code: eu)w/y

English (LSJ)

ῶπος, ὁ, ἡ, (ὤψ) fair-eyed or fair to look on, παρειά S.Ant.530 (anap.); εὐῶπα πέμψον ἀλκάν send goodly aid, Id.OT189(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1112] ῶπος, = εὐωπής, übh. schön; παρειά Soph. Ant. 526, wie κόραι Lycophr. 23; εὐῶπα πέμψον ἀλκάν, schöne, glückliche, Soph. O. R. 189 ch.

French (Bailly abrégé)

εὐῶπος (ὁ, ἡ)
1 agréable à voir;
2 agréable en gén.
Étymologie: εὖ, ὤψ.

Greek (Liddell-Scott)

εὐώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, (ὢψ) ἔχων ὡραίους ὀφθαλμοὺς ἢ καλὸς τὴν ὄψιν, παρειὰ Σοφ. Ἀντ. 530· εὐῶπα πέμψον ἀλκάν, πέμψον καλὴν βοήθειαν, (ἀλλ’ ὁ Λοβέκ., θύγατερ Διὸς εὐῶπι, πέμψον ἀλκὰν) ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 189· πρβλ. εὐῶπις.

Greek Monolingual

εὐὼψ, -ῶπος, ο, η (Α)
1. αυτός που έχει ωραία μάτια, που είναι ωραίος στην όψη («εὐῶπα παρειάν», Σοφ.)
2. μτφ. επιθυμητός, ευτυχής, ευμενής («εὐῶπα ἀλκᾶν» — ευμενή βοήθεια, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ωψ (< ὤψ «όψη»), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη βαθμίδα ωπ της ρίζας οπ- (πρβλ. όπωπα, όψομαι)].

Greek Monotonic

εὐώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ (ὤψ), καλός στην όψη, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

εὐώψ: εὐῶπος adj.
1) красивый на вид, прекрасный (παρειά Soph.);
2) желанный, радующий: εὐῶπα πέμψον ἀλκάν Soph. ниспошли желанную помощь.

Middle Liddell

εὐ-ώψ, ῶπος, [ὤψ]
fair to look on, Soph.