εὔφορτος: Difference between revisions
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1106.png Seite 1106]] leicht beladen, νᾶες, gut, schnellsegelnd, Mel. 80 (XII, 53). Bei Opp. Cyn. 1, 85 auch μέλεα, wie 4, 447 [[γούνατα]], leicht beweglich, schnell. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1106.png Seite 1106]] leicht beladen, νᾶες, gut, schnellsegelnd, Mel. 80 (XII, 53). Bei Opp. Cyn. 1, 85 auch μέλεα, wie 4, 447 [[γούνατα]], leicht beweglich, schnell. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> légèrement chargé ; qui porte bien sa charge;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> rapide, agile, léger.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[φόρτος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔφορτος''': -ον, ἐπὶ [[νεώς]], ἡ ἔχουσα ὅσον [[φορτίον]] ἢ [[ἕρμα]] πρέπει νὰ ἔχῃ [[ὅπως]] εὐπλοῇ, εὔφορτοι νᾶες πελαγίτιδες Ἀνθ. Π. 12. 53· - μεταφ., [[καλῶς]] κινούμενος, [[εὐκίνητος]], εὐφόρτοις μελέεσι Ὀππ. Κυν. 1. 85, πρβλ. 4. 447. | |lstext='''εὔφορτος''': -ον, ἐπὶ [[νεώς]], ἡ ἔχουσα ὅσον [[φορτίον]] ἢ [[ἕρμα]] πρέπει νὰ ἔχῃ [[ὅπως]] εὐπλοῇ, εὔφορτοι νᾶες πελαγίτιδες Ἀνθ. Π. 12. 53· - μεταφ., [[καλῶς]] κινούμενος, [[εὐκίνητος]], εὐφόρτοις μελέεσι Ὀππ. Κυν. 1. 85, πρβλ. 4. 447. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:45, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, well-freighted, well-ballasted, νᾶες AP12.53 (Mel.): metaph., agreeable, gracious, opp. βαρὺς ἐπὶ ταῖς εὐπραγίαις, [στρατηγός] Onos.42.24; μέλη Opp.C.1.85, cf. 4.447.
German (Pape)
[Seite 1106] leicht beladen, νᾶες, gut, schnellsegelnd, Mel. 80 (XII, 53). Bei Opp. Cyn. 1, 85 auch μέλεα, wie 4, 447 γούνατα, leicht beweglich, schnell.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 légèrement chargé ; qui porte bien sa charge;
2 p. ext. rapide, agile, léger.
Étymologie: εὖ, φόρτος.
Greek (Liddell-Scott)
εὔφορτος: -ον, ἐπὶ νεώς, ἡ ἔχουσα ὅσον φορτίον ἢ ἕρμα πρέπει νὰ ἔχῃ ὅπως εὐπλοῇ, εὔφορτοι νᾶες πελαγίτιδες Ἀνθ. Π. 12. 53· - μεταφ., καλῶς κινούμενος, εὐκίνητος, εὐφόρτοις μελέεσι Ὀππ. Κυν. 1. 85, πρβλ. 4. 447.
Greek Monolingual
εὔφορτος, -ον (Α)
1. (για πλοίο) αυτός που έχει κανονικό φορτίο, που έχει όσο φορτίο ή έρμα πρέπει να μεταφέρει για να ταξιδεύει άνετα, ο ταχύπλοος («εύφορτοι νάες πελαγίτιδες», Ανθ. Παλ.)
2. ευχάριστος, χαριτωμένος («γούνασιν εὐφόρτοις», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φόρτος «φορτίο πλοίου»].
Greek Monotonic
εὔφορτος: -ον, καλοφορτωμένος, αυτός που έχει όσο φορτίο ή σαβούρα πρέπει ώστε να πλέει, να ταξιδεύει καλά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὔφορτος: легко нагруженный (νᾶες Anth.).
Middle Liddell
εὔ-φορτος, ον
well-freighted, well-ballasted, Anth.