ταχινός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1075.png Seite 1075]] poet. statt [[ταχύς]]; [[Ἑρμῆς]], Alex. Aet. 5, 11; λαγωσφαγίη, Agath. 28 (VI, 167); [[πόνος]], Arab. 1 (Plan. 39); [[ταχινά]], adverbial, = [[τάχα]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1075.png Seite 1075]] poet. statt [[ταχύς]]; [[Ἑρμῆς]], Alex. Aet. 5, 11; λαγωσφαγίη, Agath. 28 (VI, 167); [[πόνος]], Arab. 1 (Plan. 39); [[ταχινά]], adverbial, = [[τάχα]].
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰχῐνός:''' [[быстрый]], [[стремительный]] (φρένες Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰχῐνός:''' -ή, -όν, ποιητ. αντί [[ταχύς]], σε Θεόκρ.· ουδ. πληθ. [[ταχινά]] = [[τάχα]], στον ίδ.
|lsmtext='''τᾰχῐνός:''' -ή, -όν, ποιητ. αντί [[ταχύς]], σε Θεόκρ.· ουδ. πληθ. [[ταχινά]] = [[τάχα]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰχῐνός:''' [[быстрый]], [[стремительный]] (φρένες Theocr.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 16:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῐνός Medium diacritics: ταχινός Low diacritics: ταχινός Capitals: ΤΑΧΙΝΟΣ
Transliteration A: tachinós Transliteration B: tachinos Transliteration C: tachinos Beta Code: taxino/s

English (LSJ)

ή, όν, poet. and late Prose for ταχύς, φρένες, ἴουλοι, Theoc.2.7, Call.Jov.56, cf. A.R.2.1044, LXX Wi.13.2, al., 2 Ep.Pet.2.1, Cat.Cod.Astr.1.137, etc.: Sup. -ώτατος Arat.289: neut. pl. ταχινά, = τάχα, Theoc.14.40.

German (Pape)

[Seite 1075] poet. statt ταχύς; Ἑρμῆς, Alex. Aet. 5, 11; λαγωσφαγίη, Agath. 28 (VI, 167); πόνος, Arab. 1 (Plan. 39); ταχινά, adverbial, = τάχα.

Russian (Dvoretsky)

τᾰχῐνός: быстрый, стремительный (φρένες Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχῐνός: ἡ, όν, ποιητ. ἀντὶ ταχύς, Θεόκρ. 2. 7, Καλλ. εἰς Δία 56, κλπ.· ὑπερθετ. ταχινώτατος Ἄρατ. 289· - οὐδ. πληθ. ταχινά, = τάχα, Θεόκρ. 14. 40. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ταχινοί· γοργοί».

English (Strong)

from τάχος; curt, i.e. impending: shortly, swift.

English (Thayer)

ταχινή, ταχινόν, from Theocritus down, swift, quick: of events soon to come or just impending, Sirach 18:26).

Greek Monolingual

ή, -ό / ταχινός, -ή, -όν, ΝΑ, και ταχυνός, -ή, -ό, Ν
νεοελλ.
1. πρωινός
2. το θηλ. ως ουσ. η ταχινή
α) το πρωινό
β) πρωινή δροσιά, πάχνη
3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Ταχινός
ο πλανήτης Αφροδίτη
αρχ.
ταχύς.
επίρρ...
ταχινά Α
(ποιητ. τ.) ταχέως («χελιδὼν ἄψορρον ταχινὰ πέτεται βίον ἄλλον ἀγείρειν», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχύς + κατάλ. -ινός κατά το θαμινός, ῥαδινός.

Greek Monotonic

τᾰχῐνός: -ή, -όν, ποιητ. αντί ταχύς, σε Θεόκρ.· ουδ. πληθ. ταχινά = τάχα, στον ίδ.

Middle Liddell

τᾰχῐνός, ή, όν [poetic for ταχύς, Theocr.] [neut. pl. ταχινά, = τάχα, Theocr.]

Chinese

原文音譯:tacinÒj 他希挪士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:迅速的
字義溯源:簡短的,即刻,快到,速速,遠遠的,不久,迅速的;源自(τάχος)=急速),而 (τάχος)出自(ταχύς)*=快快的)。參讀 (ὀξύς)同義字
出現次數:總共(2);彼後(2)
譯字彙編
1) 速速的(1) 彼後2:1;
2) 快到了(1) 彼後1:14